theatrika.gr

 

A & Στέργιος

 

(Ποιητικό μυθιστόρημα – 1998)

Πενθέας αντιμέτωπος με Βάκχο. Το διονυσιακό πνεύμα, χλευασμός των στρατηγημάτων της ανθρώπινης θέλησης. Ο Πενθέας κατασπαράζεται στο τέλος από τις ιέρειες του Διονύσου (μαινάδες) στον Κιθαιρώνα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.

Όταν έγινε 21 χρονών πήγε κι έμεινε εκεί που τελείωναν τα σπίτια έξω στο δάσος. Είχε γεννηθεί μαζί τους και τον ήξεραν όλοι από την πρώτη στιγμή. Τα συναισθήματα τους είχανε κατασταλάξει από την αρχή με σκανδαλώδη τρόπο γι' αυτόν. Κάποιων ανθρώπων δεν υπάρχει άλλη ζωή παρά μόνο αυτή που εμείς τους χαρίσαμε. Φυλάνε μέσα τους τ' όνομά του να μην το χάσουνε γιατί ο Στέργιος τους προστατεύει από άλλα όντα που είναι φοβερά. Είναι πολύ όμορφος και τα τσακισμένα μαλλιά του πέφτουν στους ώμους του σαν χρυσά στάχια. Φορά συνέχεια τριμμένα ρούχα μια φανέλα ανοιχτή στους ώμους να φαίνεται ένα μικρό τατουάζ. Κυματίζουν τα ακριβά κουρέλια του και πηγαίνουν μια αριστερά μια δεξιά.
Έχει μια απειλητική ομορφιά που συναντάς συνήθως στους συναισθηματικούς ανθρώπους. Από μια συναίσθηση της ομορφιάς έλεγες είναι όλη την ώρα σαν ατιμασμέvoς. Η ομορφιά είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο και δεν αντέχεται. Μια επικίνδυνη τόλμη ξεπηδούσε απ' αυτήν την επώδυνη αίσθηση συμφοράς. Άγρια κέρατα φυτρώνουν στο στιλπνό μέτωπό του και κάθε φορά που είναι εκτός εαυτού. Χτυπά τους άλλους με μια απονιά πως καθόλου δεν υπάρχουν. Έπεφτε σε μανίες γυρνούσε κι έριχνε πάνω στα μαλλιά του μια βρώμικη στάχτη. Εκστατικά εκείνοι πάντα τον θαυμάζουν όταν παραφρονεί όταν γαληνεύει. Παράλογος και εξημμένος δικαιώνει αυτός τις αλλοπρόσαλλες βουλές του.
Πάνω στους χρυσούς θησαυρούς που πηγαίνουν για να τον ευμενίσουν γυαλίζει ένας σαν λεπτός ιδρώτας του ήλιου. Οι γυναίκες του οικισμού όταν έφτανε ο καιρός τους έτρεχαν μέσα στις λόχμες του για να γεννήσουν με σιγουριά. Όσο για τα νεαρά κορίτσια αυτά ετοιμάζονταν με μια ανείπωτη χαρά όλον τον χρόνο να τον συναντήσουν και να σταθούν κοντά του. Σαν να κρέμεται η ζωή τους τον ακουμπούν με λαχτάρα δαγκώνουν αχόρταγα το γυμνό του λαιμό. Του προσφέρονταν κι αυτός με όλες πήγαινε είτε καλές είτε κακές. Δε μιλά πολύ αλλά όλοι τον ακολουθούσαν αφού καταλάβαιναν την τρομερή του ψυχή αμέσως την καταλάβαιναν κεραυνοβολημένοι. Ευαγγελίζεται αδιάκοπα μια εξουσία του σώματος δεν σταματά να το χρησιμοποιεί. Ούτε λέγει ούτε κρύπτει μόνο σημαίνει. Ο Στέργιος που λατρεύει τις γυναίκες και σε όλες τους να εξομολογείτε μυστικά. Με μια άδολη χαρά χωρίς όμως να σταματά να τις τυραννάει. Παντοδύναμος τις δυναστεύει αλλά με μια αγαθότητα αφού αυτές τον αφήνουν. Μετά από λίγο άλλαζε απρόκλητα τις απόδιωχνε τραχιά. Επηρμένος τούς έλεγε είστε ανάξιες να σας αγαπούν. Σαν μια δυστυχία τον έθλιβε αφού ευτυχία είναι πάντα οι άλλοι. Έχει μια ταπεινή και άξεστη επιθυμία να τον αγαπούν. ………
……………………………………………………………………….

 

…………………………………………………………..

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ……………………………….. Μη νοµίσεις είπε ξαφνικά πως µπορώ να του προσπέσω εγώ. Να ταπεινωθώ αφού δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ του αυτός ο εχθρός. Ένας φόβος µονάχα και µέχρι το τέλος θα τον κρατήσω µυστικό. Είναι όλοι τιπoτέvιοι αναφώνησε σηκώνει το κεφάλι του αντικρίστηκαν τώρα. Τα µάτια του φανέρωναν όλη την απόγνωση βουρκώναν. Η Ελένη έντροµη επειδή δεν περίµενε τέτοια βαθιά έκφραση. Πεθαίνω της φώναξε σαν να την µισούσε µε βλέπεις πως πεθαίνω; Ποιος είναι Α έτριξε η φωνή της αρπάχτηκε σφιχτά από το σώµα εκείνου. Τι φοβάσαι πες µου τι είναι αυτό που σε ταράζει; Τι βρήκες που σε τάραξε κι εγώ που όλα τα γρικώ. Σαν παιδί µου θα το αγαπήσω πάλι αυτό που βρήκες όπως όλα τα παιδιά σου που έχω µεγαλώσει και δεν θα αφήσω εγώ να σε απειλήσουν. Ό,τι κι αν είναι αυτό δεν θα σε αγγίξει έχεις εµένα µη φοβάσαι. Εγώ θα φορτωθώ πάλι το λατρευτό το µισητό σου βάσανο και τίποτα δεν σε πιάνει κακό µάτι αφού εγώ σ` αγαπώ. Είναι κάτι θεµελιακό κάτι µεγαλύτερο που καραδοκεί κατόρθωσε να της πει για να αποφύγει να της δώσει µια ευθεία εξήγηση. Πες µου τι είναι αυτό; Δεν περιγράφεται όχι επειδή είναι ζοφερό και ανείπωτο αλλά είναι προσωπικό. Ψέµατα γιατί του φαινόταν ατιµωτικό τώρα να γυµνωθεί µπροστά της. Είναι πρόβληµα υγείας; Ξαφνιάστηκε που ρωτούσε πρόβληµα υγείας γιατί αρνιότανε να παραδεχτεί έστω και για µια στιγµή πως θα µπορούσε να είναι ένας κοινός φόβος. Προσπαθούσε να καθορίσει έναν µεγάλο κίνδυνο και του φάνηκε σαν λοιδορία που ρώτησε κάτι τέτοιο. Έβλεπε την ικεσία της κι ένιωθε ξαφνικά τροµερά περήφανος και αλαζονικός για τους φόβους του. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε άλλον άνθρωπο. Του λέει τι είναι σε παρακαλώ; Αυτός σκανδαλίσθηκε νιώθει ξαφνικά κάτοχος ενός πολύτιµου µυστικoύ και σφίχτηκε περισσότερο να το κλείσει µέσα στο σώµα του να 'ρθει να κλείσει ολόκληρο απ' όλες τις µεριές. Ένιωσε µυστικό αµύθητης αξίας και το σώµα του πασχίζει-τελεί µια λειτουργία απόκρυψης όπως των ερεθισµένων σωµάτων. Ο Α της εξηγεί όλα αυτά τα χρόνια αλλά όχι την αιτία αφού η αιτία πρέπει να µένει µυστική. Την έβλεπε που περίµενε µε αγωνία την απάντησή του ο Α δεν θεωρούσε άξια καµιά και γι' αυτό προτιµούσε να µην εκφραστεί. Όλα µοιάζουν τόσο ανόητα σκέφτηκε. Δεν µπορεί να µε σώσει επειδή είμαι ήδη χαμένος. Προσπαθούσε ατελέσφορα να τηρήσει µια στάση αξιοπρέπειας σε µία στιγµή της κάνει απρόσµενα λoιπόν θα σου πω. Γιατί θυµήθηκε πως είχε έρθει µ' αυτόν ακριβώς τον σκoπό να της πει. Είναι κάτι άλλo. Είναι ένα όνειρο που είδα. Την κοίταξε να καταλάβει την εντύπωση που της προκάλεσε η αναγγελία. Η Ελένη που πιστεύει κάθε του λέξη κάθε του δήλωση. Ένα όνειρo της λέει µε ξύπνησε και µε τάραξε βαθιά.

Ένα όνειρο είδα τον αδερφό µου που ήρθε και παρουσιάστηκε ξάφνου στο όνειρό µου. Είχα καιρό να τον συναντήσω ξάφνου φάνηκε µπροστά µου. Είµαστε δίδυµοι αδερφοί. Σαν φιλήσυχο ζώο µε έγλειψε µε τα ήµερα µάτια του εγώ όµως ήξερα πόσο αδύναµος είναι να προστατέψει την ζωή του απ' όλα τα µελλοντικά κακά που θέλουν να µας εξαχρειώσουν. Ησύχασα παρ' όλα αυτά όταν είδα πόσο χαρούµενος ήταν ο αδερφός µου ένιωσα χαρά. Ο αδερφός που όλο στρεφόταν προς το µέρος ενός άντρα και άκουγε κάτι που του έλεγε εκείνος µε προσοχή. Δεν τον γνώριζα ήταν ένας άντρας πολύ γυµνασµένος που φορούσε ένα φαρδύ παντελόνι το οποίο έσφιγγε στην µέση του µε κορδόνια αφήνοντας τα πόδια του και τους αστραγάλους του γυµνούς. Στέκονταν κι οι δύο σε αρκετή απόσταση από µένα στο εσωτερικό ενός µεγάλου αγρού. Κάπου ίσως ήτανε στην Λιβαδειά. Εγώ δεν έκανα τίποτε όταν εκείνος ο άντρας µε µια εκπληκτική σωµατική ρώµη άρχισε ξαφνικά να κάνει σβούρες στον αέρα και διέσχισε µ' αυτόν τον θαυµαστό και απροσδόκητο τρόπο τον άσπαρτο αγρό. Κατάφερνε στηριζόταν πρώτα στα στιβαρά του χέρια και στα ελάσµατα των ποδιών αφήνοντας το ακούµπηµά του καταγής. Τότε κατάλαβα για ποιο πράγµα µιλούσαν γιατί ο αδερφός µου είδα ήθελε κι αυτός. Τον βλέπω προσπαθεί να ακολουθήσει από κοντά τα σηµάδια που ήτανε στην γη. Τα σηµάδια αυτά όµως τρόµαξα αµέσως γιατί δεν ήτανε ανθρώπινα αλλά οπλές βουβαλιών και πολυδάκτυλα φύλλα χεριών. Η Ελένη χλώµιαζε. Εκεί στο τρίτο πάτηµα ενώ τα κατάφερνε µέχρι τότε καλά ξάφνου αποξεχάστηκε. Τα χέρια του δεν προφταίνουν να στηριχτούν. Εξαιτίας της πολλή ς του χαράς ή επειδή µάλλον δεν είχε εvvoήσει µε ποιο τρόπο έκανε ο άλλος. Το χώµα ήταν σκληρό σ' αυτό το µέρος και χτύπησε πάνω του το κεφάλι του. Ο αδερφός κεραυνοβολήθηκε. Γκρεµίστηκαν όλα τα µέλη του από τις σκαλωσιές του τελειωµένου σώµατος εσκόρπισαν παντού. Μια παλίρροια των χωµάτων οι θάµνοι φυσούν. Έτρεξα εγώ διαγώνια για να συναντήσω το ξαφνιασµένο σώµα του αδερφού µε ένα παραλόισµα. Έσκυψα από πάνω του όπου είχε σχηµατιστεί µια ανώµαλη κοίτη. Εκείνος τίναζε βίαια τα χέρια του διψώντας για αέρα έµοιαζε σαν να θέλει να διώξει µαζεµένα έντοµα παντού. Από µια αγκούσα εφιαλτική κατάπινε µικρές γουλιές αέρα ακούω αληθινά το σιγανό κελάρυσµα κάτω απ' το στήθος. Εγώ τον άδραξα σκληρά να τον συνεφέρω. Ανακινήθηκε µε µια ελάχιστη ζωή που του 'χε απoµείνει σαν ξέβρασµα της γης. Σαν να θέλει µου φαίνεται ο αδερφός µου να χαθεί. Έπεφτε σε µια βαριά κοίµηση τον ταρακουνάω άγρια θυµωµένα. Έσπρωχνα το σώµα του για ν' αρµενίσει. Αυτό όµως όλο εσκάλωνε ακίνητο στα ρηχά νερά. Μια στιγµή εγώ είχα απoµείνει από πάνω του και σκοτωµένος περίµενα µε τα χέρια ορφανά. Μια δεινή απελπισία µε είχε καταλάβει. Βλέπω µια µικρή ζαρωµατιά είχε χαράξει στο πρόσωπό του αδερφού το πρόσωπο του που το είχε χαράξει ξαφνικά µια µικρή και άγρια ζαρωµατιά. Θαρρείς απ' αυτήν µόνο την µικρή ζαρωµατιά ολόκληρο το πρόσωπό του αδερφού είχε διπλωθεί στα δυο. Έσπασε µέσα µου ένα κλάµα πικρό. Εξαιτίας αυτής της µικρής ζαρωµατιάς άρχισα να κλαίω απαρηγόρητα. Επειδή ένιωσα πως όλη η χαρά του είχε βάναυσα τώρα σπιλωθεί από µια τελευταία ανησυχία που ασκήµυνε έτσι το πρόσωπό του. Κάµνω να του µιλήσω να τον τυλίξω µε τις λέξεις που δεν πρόφτασα ποτέ να του πω αλλά πνιγόµουν µέσα στο µεγάλο βούρκωµά µου να του πω... Εκοίταζα το όνειρο εξαθλιωµένος. Ξαφνικά εκείνο σαν να αναστράφηκε. Διαπίστωσα απροσδόκητα πόσο αλλιώς είχαν γίνει τα πράγµατα εκείνη την στιγµή. Εγώ δεν είµαι σκυµμένος πάνω από τον αδερφό αλλά από µακριά τώρα εκοίταζα αµέτοχος ό,τι κι αν είναι να δω. Χωρίς να µπορώ να πλησιάσω εκείνος ο άντρας είχε φωνάξει ένα τεράστιο πλήθος και όλοι µαζί είχαν κυκλώσει από παντού το σώµα του αδερφού. Τον διέκρινα ανάµεσα στα γόνατά τους τώρα έχει σπασµένα ξερά µαλλιά και φουντωτά γένια θάµνων. Σαν να µην ήταν ο αδερφός λέω απρόσµενα µοιάζει µε τον κοµαντάντε αφού τον σκοτώσαν. Παρ' όλα αυτά ήµουνα απόλυτα βέβαιος πως ήταν ακόµη ο αδερφός. Παράλογη εντύπωση και αναµφισβήτητη όπως συµβαίνει συνήθως µε τα περισσότερα όνειρα µας. Ο αδερφός που ήταν τυλιγµένος τώρα µε µια κόκκινη κουβέρτα ερέθιζε µε ένα κατακόκκινο σάλεµα τον θάνατό του. Παραδέχτηκα πως είχα κάνει λάθος πριν όταν νόµισα ότι είχε πεθάνει. Εντούτοις δεν έπαιρνα καµιά απόφαση να του παρασταθώ.'Οσο εκείνος µουρμούριζε πολύπλαγκτος σαν παγιδευµένο ζώο αυτοί περίµεναν υποµονετικά µέχρι να 'ρθει µια στιγµή που να παραιτούνταν. Σαν ζώο πιασµένο στο θάνατό του ο αδερφός όλο δάγκανε τους χαλινούς µάτωνε λυσσασµένα το στόµα του. Καταλαβαίνω πως περιµένουν να του αρπάξουν κάτι πολύτιµο αλλά εκεiνoς φρουρούσε το ατιµασµένο του σώµα ξάγρυπνος φρουρός. Ήταν δειλοί γι` αυτό φυλάγονταν µε προσοχή να καταλαγιάσει η µανία του πρώτα. 'Οταν το σώµα του αδερφού κάποτε εξαντλήθηκε και σχηµάτισε µε ένα τελευταίο λύγισµα το τόξο που εiναι η παντοτινή στάση του νεκρού. Ξανά ο αδερφός µου απέθανε. Σαν είδαν αυτοί κοιτάχτηκαν αναµεταξύ τους µε έναν τρόπο µυστικής συνενοχής. Φρυάζουν και όρµησαν πάνω του σπρώχνοντας. Αγριεµένοι αποχωρίζουν βάναυσα µεγάλα ράκη σάρκας τα πλευρά που ήταν δεµένα µε χοντρά σχοινιά µυών κόβουν βίαια αποκολλούσαν ένα-ένα τα καµπύλα οστά. Ραγίζουν σπαν βγήκε µε γδούπο ο τρίγωνος θώρακας το ασηµένιο στέρνο έσπασε µαζί. Το ύψωσαν ψηλά πάνω απ' τα κεφάλια τους αλαλάζοντας να επιδείξουν το θλιβερό τρόπαιο. Δεν µπορούσα να κουνηθώ καθόλου είχα αποσβολωθεί στην θέση µου. 'Ολον τον άνοιξαν. Μες στο κύτος της κοιλιάς είδα άθελά µου σπαρακτικά κάτι µικρά µαλάκια ήταν µαζεµένα στις άκριες των πλευρών σαν πλάσµατα τυφλά που ξεραινότανε στο στόµα τους ένας λευκός αφρός. Με έναν τροµερό πόνο επόνεσα ότι αυτά ήταν έτσι αχαµνά και πριν πεθάνει ο αδερφός αισθάνθηκα είχε πεθάνει πολλές φορές πριν από µια αρρώστια ότι έχει καιρό να φάει κανονική τροφή. Σπαραγµένο ολότελα το άπλερο κουφάρι του το είχαν απογυµνώσει οικτρά. Έψαχναν ακόµα να βρουν µέσα του και άπληστα πάσχιζαν χωρίς να τα καταφέρνουν. Ο νεκρός ολοµόναχος εγώ που έβγαλα µια φωνή απελπισµένη. Γύρισαν όλοι ξαφνικά µέσα στο µισοσκόταδο τα πυρά τους µάτια πάνω σε 'µένα ...
……………………………………………………………

……………………………………………………….

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. …………………………… Η Ελένη είχε φτάσει ήδη κοντά του: του λέει Α πόσο ευτυχισµένοι θα είµαστε και οι τρεις όλοι µαζί Α; Ο Α πνίγει µέσα του τον θυµό. Κατάλαβε καθαρά πως τίποτα δεν θα σωνόταν αν δεν αναλάµβανε ολόκληρη την ευθύνη αυτός. Ήδη είχε αποφασίσει τι να της πει. Γύρισε στην Ελένη µε έναν άγονο τρόπο ο Α της λέει δεν πρέπει τίποτα να προσδοκάς. Ποια γέννηση µου λες; Ετοιµαζότανε να της επιτεθεί και φοβότανε µη γίνει µόνο ολότελα σκαιός. Κάνει: µόνο ένας άνθρωπος είπε την αλήθεια των ανθρώπων κανένας άλλος άνθρωπος ποτέ δεν θα γεννηθεί. Δεν υπάρχει άλλη γέννηση στον άνθρωπο απ' το να γεννάει ακούραστα µέσα του την ψυχή του. Πρέπει (µανιάζει) να προλάβει ο άνθρωπος πριν να πεθάνει να γεννηθεί. Η Ελένη καθότανε αµίλητη τρoµαγµέvες λύπες φτερούγισαν παντού. Το πρόσωπό της µε µιαν αβάσταχτη αξιοπρέπεια. Τον φοβήθηκε γιατί ο Α δε φανερώνει ποτέ καθαρά τις σκέψεις του. Περισσότερο λυπότανε µη χάσει τ' όνειρό της να τον κοιτάζει µε τα µεγάλα µάτια της υποµονής. Εκείνος για µια στιγµή ταλαντεύτηκε τι να κάνει αλλά δεν άργησε να ξαναβρεί την µοχθηρή του πεποίθηση. Νιώθει να τον συνεπαίρνει απρόσµενα ένας ίλιγγος υπεροχής. Εγώ µόνος µου ταίζω χίλια στόµατα φώναξε. Όλη την ζωή µου- µου την φάγανε οι νεογέννητες κακίες µου και µου σκίσανε το κορµί. Τίποτα δεν µου αφήσανε όλα τα έδωσα στο τέλος γι' αυτά τα άσκηµα όµορφα παιδιά της συµφοράς. Έχει αποκτήσει µιαν απίστευτη µοχθηρία. Σαν να ήταν κάτι συνηθισµένο και της απαγορεύει να ποθεί. Δεν χρειάζεται λέει πια να ελπίζεις. Λέγοντας της αυτήν την απρέπεια έκανε αµέσως να φύγει. Εκείνη ταράχθηκε. Σαν να την έχουν εξαπατήσει µε τον πιο ελεεινό τρόπο δεν άντεξε. Καθώς αποµακρυνότανε ο Α και ένιωθε τα µάτια της δαιµονισµένα που τον ακολουθούν. Χτυπάει τα φτερά της µε δύναµη έτρεξε πίσω του. Κατάλαβε πως είχε διαπράξει µιαν απερίγραπτη κακουργία και ήθελε να τον χτυπήσει για την φτηνή του προστυχιά. Ξεχvoύσε ποιος είναι η ταπεινωµένη της αγάπη την ρήµαζε. Θέλει να του πει τρέχει αστεία να τον προλάβει να του φράξει τον δρόµο δεν µπορεί µε το βαρύ της σώµα. Θέλει οπωσδήποτε να του πει κι ένιωθε πόνο που δεν του είχε πει τίποτα. Άπλωσε το χέρι της να τον σταµατήσει από τον ώµο αλλά φοβήθηκε δεν τον ακουµπά συνέχισε η Ελένη να τον κυνηγά λαχανιασµένη µέσα στο δωµάτιο µε ένα βάδισµα κωµικό. Πασχίζει να τον προφτάσει δεν υπήρχε κανείς άλλος τον οποίο θα µπορούσε τώρα να εµπιστευθεί. Ο Α που άκουγε πίσω του την ανάσα της και γυρνά µια στιγµή ο Α γύρισε πίσω µε µια απότοµη κiνηση. Το πρόσωπό του που σχεδόν άγγιξε το πρόσωπό της. Τον τρόµαξε βλέποντας το σπαρακτικό ύφος που είχε η Ελένη. Όµως σαν να µην είχε καταλάβει ότι τάχα τον ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα της λεει τι; ……………………………………………………………………..

……………………………………………………………
…………………………………


.