Ενα σύστημα εγκληματικό, ένα σύστημα που σαπίζει
Του Βασίλη Σαμαρά
Περί «αγορών»
«Πρέπει ως ευρωπαϊκή οντότητα να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των αγορών», δήλωσε ο κ. Μπαρόζο σε πρόσφατη παρέμβασή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης -17ης Δεκεμβρίου 2010.
Στην «Καθημερινή» της 28-11-10 γραφόταν: «Εν τούτοις οι αγορές ακόμη αμφιβάλλουν τόσο για την αποφασιστικότητα της ΕΕ όσο και για την αποτελεσματικότητα των εργαλείων της». Και ακόμη: «Υποπτεύεται κανείς λοιπόν ότι οι αγορές θα απορρίψουν τις ευρωπαϊκές μωρολογίες». Στην «Ελευθεροτυπία» της 24-11-10 γράφεται ότι η πρόταση της Μέρκελ για «συμμετοχή των επενδυτών» στο μηχανισμό στήριξης «εξοργίζει τις αγορές». Επισημαίνεται ακόμη πως «όσο καθυστερεί η εφαρμογή ενός μνημονίου για την Ιρλανδία τόσο θα αυξάνονται οι κίνδυνοι να δεχτούν επιθέσεις από τις αγορές και η Πορτογαλία με την Ισπανία». Και όπως σημειώνεται στην «Καθημερινή» της 24-11-10, «πλέον κανείς δεν σκέφτεται ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης με τα 750 δισ. ευρώ είναι ικανός να ”τρομάξει” τις αγορές». Και -με δραματικό τόνο- στο ίδιο: ότι «αν η Μαδρίτη αποκλειστεί από τις αγορές, τότε η Ευρωπαϊκή Ενωση θα βιώσει ”κρίση επιβίωσης”, όπως προειδοποίησε ο πρόεδρός της». Παρόμοιου είδους αναφορές συναντούμε καθημερινά σ’ όλο τον Τύπο (έντυπο και ηλεκτρονικό) και γενικά σ’ ό,τι λέγεται και γράφεται επί του θέματος. Νομίζω ωστόσο ότι οι προηγούμενες αρκούν για να δώσουν μια ιδέα περί του πώς αντιμετωπίζεται το ζήτημα.
Οι αγορές λοιπόν αμφιβάλλουν, απορρίπτουν, εξοργίζονται, επιτίθενται σε χώρες, δεν τρομάζουν από μέτρα, απειλούν την ΕΕ με κρίση επιβίωσης και συνεπώς οφείλουμε, κατά πώς λέει ο Μπαρόζο, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις τους. Το πρώτο ερώτημα εδώ αφορά το τι εννοείται με τον όρο. Ποιες είναι, τέλος πάντων, αυτές οι «αγορές»; Εχουν πράγματι τόση ισχύ; Κι αν την έχουν, πώς την αποκτήσανε; Με ποιον τρόπο λειτουργούν, με τι στόχους, σκοπούς κ.λπ. κ.λπ.;
Ο τρόπος που σερβίρεται το ζήτημα παραπέμπει σε κάτι αφηρημένο, αόρατο και μυστηριακό. Ενα φαινόμενο περίπου φυσικό, που η ισχύς του έχει «αντικειμενικό» χαρακτήρα και απέναντι στο οποίο δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα άλλο από το να συμμορφώνεται στις υπαγορεύσεις και τις απαιτήσεις του. Αυτό το τελευταίο -τη συμμόρφωση- υπηρετεί αυτή η ομιχλώδης παρουσίαση (συγκάλυψη) του όλου θέματος. Η πραγματικότητα βέβαια δεν είναι και τόσο… μυστηριώδης. Αρκεί κανείς να δώσει συγκεκριμένη μορφή σ’ αυτούς που βρίσκονται πίσω από τον αφηρημένο όρο «αγορές» για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους και ν’ αρχίσει να αντιλαμβάνεται ο καθείς περί τίνος πρόκειται.
Εν προκειμένω λοιπόν οι αγορές αποτελούνται από τους… κατόχους κεφαλαίων. (Το αν αυτά απεικονίζονται σε χρήμα, καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα και πάσης φύσεως τίτλους είναι άλλο θέμα, όπως επίσης άλλο θέμα το σε ποια κλίμακα αντιστοιχούν σε πραγματικές αξίες). Πιο συγκεκριμένα, οι τράπεζες, οι χρηματιστικοί οίκοι, οι διάφοροι μηχανισμοί «αξιολόγησης» και όλοι όσοι εν γένει κατέχουν, διαχειρίζονται και ελέγχουν την κίνηση κεφαλαίων. Ή, για να το πούμε με την παλιά, «ξύλινη» αλλά σαφέστατη γλώσσα, το τραπεζικό χρηματιστικό κεφάλαιο.
Ποιος χρωστάει σε ποιον
Οι «αγορές» λοιπόν ως κάτοχοι κεφαλαίων τα διακινούν, «δανείζουν», χρεώνουν, πιέζουν, απειλούν. Πώς και γιατί, αλήθεια; Η όλη συζήτηση όπως διεξάγεται στη χώρα μας με εφευρήματα όπως το «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε» ή και χυδαιότητες τύπου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε» συσκοτίζει παρά αναδεικνύει την ουσία του ζητήματος. Ας το δούμε λοιπόν στην ευρύτερη διάστασή του. «Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ -γράφει η «Καθημερινή» στις 28-11-10- στο σύνολο των βιομηχανικών κρατών το χρέος θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ εντός του 2010. Οι προβλέψεις της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων (BIS) -κάτι σαν υπερτράπεζα των κεντρικών τραπεζών- για το 2010 είναι οι εξής: Ιαπωνία 204% του ΑΕΠ, Ιταλία 130%, ΗΠΑ και Γαλλία 100%. Οσο για το 2020, η κατάσταση προβλέπεται εφιαλτική, σε πείσμα των οδυνηρών μέτρων λιτότητας, Ιαπωνία 300%, Βρετανία 200%, Βέλγιο, Γαλλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ιταλία και ΗΠΑ 150%». Και ακόμη: «Η άνοδος των ιρλανδικών και πορτογαλικών spreads -γράφει ο Μ. Λίτσης στην «Ελευθεροτυπία» της 16-11-10- έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η κρίση χρέους δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και διεθνής. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων οικονομιών θα χρειαστεί να δανειστούν το ιλιγγιώδες ποσόν των 10,2 τρισ. δολαρίων(!) το 2011 όχι για να δημιουργήσουν κάποιες συνθήκες ανάπτυξης αλλά για να αναχρηματοδοτήσουν παλαιότερα χρέη και να καλύψουν τις τρύπες των ελλειμμάτων».
Εδώ βλέπουμε κάτι «παράξενο». Ολες οι χώρες του κόσμου και μάλιστα οι πιο αναπτυγμένες (και «νοικοκυρεμένες») χρωστάνε στις «αγορές» κάποια ιλιγγιώδη ποσά. Πώς και γιατί, αλήθεια;
Το πρώτο που μπορεί να διαπιστώσει κανείς είναι το πόσο αυθαίρετο και γελοίο είναι εκείνο το «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε». Το να καταναλώνει όλος ο κόσμος περισσότερα απ’ όσα παράγει όλος ο κόσμος απλώς δεν γίνεται. Τελεία. Από εκεί και πέρα, το πώς γίνεται να «χρωστάνε» όλες οι χώρες αυτά τα ποσά συνδέεται με την όλη εκμεταλλευτική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος ιδιαίτερα όπως έχει διαμορφωθεί στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες. Εδώ θα περιοριστώ σε μια επίκαιρη και χαρακτηριστική έκφραση του πράγματος. Στην πρόσφατη κρίση (2008) η αμερικανική κυβέρνηση διέθεσε ένα τρισ. δολάρια για τη διάσωση του τραπεζικού χρηματιστικού συστήματος των ΗΠΑ. Ανάλογα ποσά και στα μέτρα της η καθεμία διέθεσαν για τον ίδιο σκοπό όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου. Το πιο εκπληκτικό μάλιστα εδώ είναι ότι αυτές που βγαίνουν «χρεωμένες» από αυτή τη συναλλαγή είναι οι… χώρες (τα κράτη). Δηλαδή τα κράτη παρέχουν κεφάλαια στις «αγορές» για να τα δανειστούν μετά απ’ αυτές και να βγαίνουν υπερχρεωμένα. Βεβαίως αυτοί που πληρώνουν το λογαριασμό δεν είναι εκείνοι που ρυθμίζουν την τέτοια λειτουργία «της οικονομίας» αλλά οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος ύπαρξης του τραπεζικού χρηματιστικού συστήματος. Η διαμόρφωση ενός μηχανισμού που θα διασφαλίζει τη ροή αξιών «εκ των κάτω προς τα άνω». Από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο, από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και κατά κύριο λόγο στη Γουόλ Στριτ και το Σίτι.
Με βάση αυτά τα δεδομένα οφείλουμε να δούμε και το ανάλογο ελληνικό πρόβλημα. Εδώ, πέρα από εξυπνακισμούς του τύπου «καταναλώσαμε περισσότερα» ή την παγκαλική αναισχυντία, σαν πιο συνεπής ακούγεται η άποψη πως κάποιοι «τα φάγανε» και τώρα καλούνε το λαό να πληρώσει. Τα πυρά επικεντρώνονται στους πολιτικούς, τα λαδώματα, τις μίζες κ.λπ. (όρα και τα γνωστά σκάνδαλα). Κατ’ αρχάς απόλυτα δικαιολογημένη η οργή απέναντι στους «εκπροσώπους του έθνους». Μόνο που όταν το ζήτημα περιορίζεται σ’ αυτή την πλευρά λειτουργεί και ως συγκάλυψη των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος. Τα πράγματα είναι απλά. Για να πάρει ένας πολιτικός μια μίζα χρειάζεται κάποιος να του τη… δώσει. Κι αυτός ο κάποιος όταν δίνει δέκα ο μόνος λόγος που το κάνει είναι για να φάει εκατόν δέκα.
Η κριτική λοιπόν που περιορίζεται στις -υπαρκτές- ευθύνες των πολιτικών στην ουσία αφήνει στο απυρόβλητο τα μεγάλα αρπακτικά. Δηλαδή το ντόπιο και ιδιαίτερα το ξένο κεφάλαιο που άλλωστε έχει αρπάξει (και συνεχίζει να αρπάζει) τη μερίδα του λέοντος. Εχουν μάλιστα τόσο αποθρασυνθεί από την ασυλία που απολαμβάνουν, ώστε να εμφανίζονται και ως τιμητές, «απαιτώντας» την «εξυγίανση» του δημόσιου βίου και το χτύπημα της διαφθοράς. Το τι πραγματικά θέλουν φαίνεται πεντακάθαρα στις υπαγορεύσεις της «τρόικας», ενώ αποκαλυπτική είναι η «αγωνία» του ολλανδού υπουργού Οικονομικών. «Εάν επιτρέψουμε(!) στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους -κάτι που θα συμβεί εάν εκδιωχθούν από το ευρώ- θα χτυπηθούν οι εξαγωγές μας και η οικονομία μας» («Ελευθεροτυπία» 24-11-10).
Αυτό λοιπόν που βγαίνει σαν συμπέρασμα με βάση αυτά που αναφέρθηκαν (και πολλά που δεν αναφέρθηκαν) είναι πως αυτό που πρέπει να «εγγράψουν» οι λαοί στους δικούς τους λογαριασμούς είναι πως δεν χρωστάνε αυτοί στο σύστημα, αλλά το σύστημα σ’ αυτούς. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος λογαριασμός που έχουν να «εξοφλήσουν» οι λαοί με το δικό τους τρόπο και μόλις συγκροτηθούν σε δύναμη ικανή να το πράξει.
Μια διαρκής -αλλά όχι αθώα- σύγχυση
Το ερώτημα που αναδύεται με βάση τα προηγούμενα αφορά το από πού αντλούν την ισχύ τους οι «αγορές», ποια τα όριά τους, ποια η σχέση τους με το κράτος. Επιγραμματικά θα έλεγα ότι συνδέεται κατ’ αρχάς με την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία σήμερα στον κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος. Με το πέρασμά του στην ιμπεριαλιστική του περίοδο, που μια βασική του έκφραση υπήρξε η ενίσχυση του ρόλου του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Με την ήττα του εργατικού επαναστατικού κινήματος και την παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που ανέτρεψε τους ταξικούς πολιτικούς συσχετισμούς στον κόσμο.
Με την κατάρρευση της Σ.Ε. και συνολικά του ανατολικού μπλοκ που, ανατρέποντας τους διεθνείς συσχετισμούς, οδήγησε στην αποχαλίνωση της δράσης του -δυτικού κατ’ αρχάς- ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.
Με το ξέσπασμα της κρίσης (2008) που, αναδεικνύοντας τα προβλήματα και αδιέξοδα του συστήματος, οδήγησε σε επίπεδα παροξυσμού όλα τα αρνητικά του χαρακτηριστικά και λειτουργίες.
Με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται με όρους ενός όλο και πιο λυσσαλέου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τους κινδύνους που δημιουργεί για την κάθε δύναμη ξεχωριστά αλλά και συνολικά για τον κόσμο.
Επιφυλασσόμενος να αναφερθώ παρακάτω σε ειδικότερες εκφράσεις των προηγούμενων, ας έρθω σε αυτό που ανέφερα ως σύγχυση. Στην πραγματικότητα έχουμε παραλλαγές συγχύσεων. Η πρώτη -και παλιότερη- αφορά την άποψη για τον υπερταξικό χαρακτήρα του κράτους. Αποψη που εκπορεύεται βασικά από το σύστημα και ακριβώς για να συγκαλύψει τον ταξικό του χαρακτήρα. Το ζήτημα είναι ότι η άποψη αυτή υιοθετήθηκε στην ουσία της από τους ρεφορμιστές και στη βάση μιας συγκεκριμένης αντίληψης. Της υποκατάστασης της εύνοιας και της αναγκαιότητας της ταξικής-επαναστατικής πάλης με τη στρατηγική των μεταρρυθμίσεων και της αναμόρφωσης του συστήματος. Μια αντίληψη που ενισχύθηκε με την εφαρμογή από το σύστημα των κεϊνσιανών απόψεων. Απόψεων που «γεφύρωναν» τη ρεφορμιστική αντίληψη με αναγκαιότητες και πρακτικές του συστήματος σε μια ορισμένη περίοδο.
Από τη μεριά του συστήματος αρχίζουν να προβάλλονται απόψεις (γύρω στα 1970-1980) «ενάντια» στο κράτος που «καταπιέζει» την επιχειρηματικότητα και «δυναστεύει» τους καπιταλιστές. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για θεωρητική και ιδεολογική προετοιμασία της αρχόμενης επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη, τους λαούς και τα δικαιώματά τους. Με τις καταρρεύσεις του 1989-1991 αρχίζουν να αναπτύσσονται απόψεις για το «ξεπερασμένο» του (εθνικού) κράτους στο πλαίσιο της υποτιθέμενης «παγκοσμιοποίησης» και της «κατάργησης των συνόρων». Δεν επρόκειτο παρά για απόψεις συγκάλυψης της ιμπεριαλιστικής διάστασης του συστήματος και ειδικότερα της επέλασης επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τη μεριά των -Δυτικών στη φάση εκείνη- ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μια αντίληψη που υιοθετήθηκε και από το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονταν στην Αριστερά. Η πιο «ταξική» εκδοχή της αποδοχής του αστικού θεωρήματος κινήθηκε γύρω από την άποψη περί απολυτοποίησης της κυριαρχίας των μονοπωλίων (της «αγοράς») και δραστηριοποίησής τους σε παγκόσμια κλίμακα χωρίς τη διαμεσολάβηση της πολιτικής ή και των υπηρεσιών του κράτους.
Η σχέση που συνδέει το κράτος με το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι αρκετά σύνθετη και εμπεριέχει πολλές πλευρές ώστε να μπορεί να αποδοθεί σε λίγες γραμμές. Αναγκαστικά θα περιοριστώ εδώ σε μερικές βασικές επισημάνσεις και περισσότερο για να δώσω το στίγμα της άποψής μου.
Το -καπιταλιστικό- κράτος είναι ένας οργανισμός που εκφράζει και υπηρετεί το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Με αυτήν την έννοια, η λειτουργία και η δράση του υπόκειται στους όρους και υπηρετεί τα συμφέροντα του -εννοούμενου ως συνολική οντότητα- συστήματος.
Με διαφορετικό τρόπο μπαίνει το ζήτημα της σχέσης του κράτους με τον κάθε καπιταλιστή ξεχωριστά. Σ’ αυτή τη διάσταση του ζητήματος το κράτος, εκπροσωπώντας τα συνολικά συμφέροντα του συστήματος και συλλογικά των καπιταλιστών, εμφανίζεται σαν αυτό που έχει την αρμοδιότητα σε σχέση με τον κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή. Εννοείται πάντα υπό τον όρο ότι η δράση του υπηρετεί τα συνολικά συμφέροντα του συστήματος.
Διαφοροποιήσεις, έως και σοβαρές, εμφανίζονται στο πώς υφίστανται αυτές οι σχέσεις στο διεθνές πεδίο. Κατ’ αρχάς καταλυτικό ρόλο έχει το γεγονός ότι το σύστημα βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Αυτό επιδρά καθοριστικά τόσο στις σχέσεις ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών όσο και στις σχέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Ετσι ή αλλιώς, στο πεδίο αυτό λειτουργούν διαφορετικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί, συνεργαζόμενοι και κυρίως ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους, πράγμα που προσδίδει ιδιαίτερο βάρος στο ρόλο του κράτους.
Οσον αφορά τις σχέσεις κράτους-ξεχωριστών καπιταλιστών στις εξαρτημένες χώρες, ο αποφασιστικός παράγοντας βρίσκεται «έξω» από αυτή τη σχέση. Τα χαρακτηριστικά της διαμορφώνονται σε καθοριστικό βαθμό από τις πιέσεις, τους εκβιασμούς, τις απειλές ή ακόμη και τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οσον αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αυτές διαμορφώνονται στη βάση των μεταξύ τους συσχετισμών οι οποίοι καθορίζονται από τη συνολική ισχύ του κάθε ιμπεριαλιστικού σχηματισμού. Διαφωτιστικά από την άποψη αυτή -και για να μείνουμε στο κλίμα της συζήτησης περί αγορών- είναι τα όσα αναφέρονται στο «οικονομικό Βήμα» στις 28-10-10. «Ολες οι αγορές και τα ομόλογα θα άγονται και θα φέρονται ως την προσεχή Τετάρτη όταν η FED (Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ) θα ξεκαθαρίσει το πόσο χρήμα θα ρίξει στην οικονομία».
Οικονομικό ή πολιτικό ζήτημα
Ως προς τους όρους που προσδιορίζουν τη σημερινή κατάσταση, δεν θα αναφερθώ στην -αυταπόδεικτη άλλωστε- κυριαρχία του καπιταλιστικού- ιμπεριαλιστικού συστήματος αλλά και σε άλλες -σημαντικές πάντα- πλευρές και εκφράσεις του όλου ζητήματος. Θα ήθελα περισσότερο να σταθώ σε μια σημαντική διάσταση του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε.
Εδώ και πολλά χρόνια οι παράγοντες του συστήματος αλλά και άλλοι «πρόθυμοι» σ’ έναν κατακλυσμό προπαγάνδας επιχειρούν να πλασάρουν την άποψη ότι μέτρα που προωθούνται έχουν σαν αιτία τους προβλήματα και ανάγκες της οικονομίας. Αυτό που κατ’ αρχάς χρειάζεται να «θυμίσουμε» εδώ είναι ότι η επίθεση στην εργατική τάξη και τα μέτρα ενάντια συνολικά στους εργαζόμενους προωθούνται εδώ και τρεις δεκαετίες και πολύ πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Από εκεί και πέρα η απάντηση μπορεί να είναι έως και πολύ σύντομη και απλή. Σύμφωνα με δικά τους πάντα στοιχεία, όλα αυτά τα χρόνια η παραγωγή, η παραγωγικότητα και συνολικά ο παγκόσμιος πλούτος αυξήθηκαν κατά πολύ. (Εως και στο πολλαπλάσιο, αν πάμε στις αφετηρίες της επίθεσης). Ωστόσο, το μερίδιο του κόσμου της δουλειάς σ’ αυτό τον αυξανόμενο πλούτο αντί να αυξάνεται -όπως θα 'ταν «λογικό»- μειώνεται και μάλιστα δραστικά. Η εξήγηση λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθεί κάπου αλλού από τους εν γένει οικονομικούς όρους του ζητήματος. Η απάντηση δεν βρίσκεται παρά στην οπισθοχώρηση, την ήττα εντέλει του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος και την παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Αυτά ήταν που άνοιξαν το δρόμο στην εκδήλωση και ανάπτυξη της επίθεσης του συστήματος.
Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι το εξής. Σύμφωνα με στοιχεία αστών οικονομικών αναλυτών, τη δεκαετία του 1970 ένα ποσοστό κέρδους της τάξης του 5-7% θεωρούνταν «λογικό» για τους κεφαλαιοκράτες επενδυτές. Στη δεκαετία του 1980 το προσδοκώμενο «λογικό» κέρδος ανέβηκε στο 8-9%, λίγα χρόνια μετά στο 12% και στη συνέχεια στο 15 με 18%. (Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερο). Δεν γνωρίζω πού έχει φτάσει σήμερα και μέχρι πού προτίθεται να το φτάσει. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι η δίψα του κεφαλαίου για κέρδη είναι ακόρεστη. Σ’ εκείνο πάντως που θα 'θελα να επιστήσω την προσοχή είναι η σχέση των ποσοστών κέρδους με το επίπεδο συγκρότησης, αντίστασης του κινήματος. Το γεγονός ότι η επιθυμία των καπιταλιστών για μεγαλύτερα κέρδη αύξανε τόσο πιο πολύ όσο περισσότερο οπισθοχωρούσε το κίνημα.
Αυτές οι επιτυχίες άλλωστε των δυνάμεων του συστήματος ήταν που τους έδωσαν τη δυνατότητα όχι μόνο να κλιμακώσουν την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη αλλά και να περάσουν σε μια επόμενη φάση. Να επεκτείνουν την επίθεσή τους και στα μεσοστρώματα.
Στο σημείο αυτό θα 'θελα να ξαναγυρίσω λίγο στο ζήτημα του κράτους και ιδιαίτερα στις απόψεις που διακηρύσσουν ότι το κράτος «δυναστεύει» τους… καπιταλιστές! Χρειάζεται να πάμε κάποιες δεκαετίες πίσω. Οταν κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος και της ύπαρξης των σοσιαλιστικών χωρών το σύστημα αναγκάστηκε να διευρύνει την κοινωνική βάση στήριξής του. Μια πολιτική που συνοδεύτηκε από ορισμένες παραχωρήσεις αλλά και την εφαρμογή στην οικονομική του λειτουργία μεθόδων που απηχούσαν τις κεϊνσιανές απόψεις. Η ήττα του κινήματος απάλλαξε το σύστημα από την πίεση και την απειλή του. Ετσι το κεφάλαιο προχωράει στην εκκαθάριση όλων αυτών των παραχωρήσεων και προωθεί τη συρρίκνωση (προλεταριοποίηση) των ενδιάμεσων στρωμάτων ως μη αναγκαίων πλέον. Ταυτόχρονα απαιτεί την παράδοση στην άμεση αρμοδιότητά του όλου του πεδίου οικονομικής δράσης και κερδοφορίας. Ποιος -πρακτικά- τα προωθεί όλα αυτά και με ποιον τρόπο; Μα το… κράτος. Μάλιστα τα προωθεί με σιδερένιο χέρι ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τη νεολαία. Επειδή αυτοί που ωρύονται «ενάντια στο κράτος» είναι οι ίδιοι που το θέλουν και το χρειάζονται περισσότερο από τον καθένα. Μόνο που το θέλουν στο ρόλο που κάθε φορά ορίζουν τα συμφέροντά τους.
Γενικευμένη η κρίση του συστήματος
Είχα και συνεχίζω να έχω την άποψη ότι η κρίση του συστήματος είναι συνολική. Εκφρασή της η σύμπλεξη της οικονομικής κρίσης με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται σε συνθήκες ενός ανελέητου ανταγωνισμού. Θεωρώ σκόπιμο να πάω δυο δεκαετίες πιο πίσω, όταν μάλιστα τα πράγματα δεν έδειχναν αυτό που έμελλε να ακολουθήσει.
Η επέλαση της Δύσης
Οι ανατροπές του παγκόσμιου συσχετισμού (1989-1991) πέραν όλων των άλλων αποτέλεσαν και τομή στην κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα άνοιξαν το δρόμο για την εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τη μεριά του -δυτικού στη φάση εκείνη- ιμπεριαλισμού και με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Μια εκστρατεία που σημαδεύτηκε από τον «πόλεμο του Κόλπου» (1991). Η φαντασμαγορικότητα της τηλεοπτικής μετάδοσής της σε παγκόσμια κλίμακα ήθελε να εμπεδώσει στις συνειδήσεις του κόσμου την έλευση της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Το ότι πίσω από τις λάμψεις κείτονταν κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών Ιρακινών ήταν απλώς μια παράπλευρη «λεπτομέρεια».
Εκφραση και αποτέλεσμα της κυριαρχίας του δυτικού ιμπεριαλισμού ήταν η επιβολή των γνωστών «ελευθεριών» (της «αγοράς»).
Η «ελευθερία» διακίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών, δηλαδή η διεύρυνση και θεσμοθέτηση των άνισων όρων «ανταλλαγής», το γκρέμισμα των οποιωνδήποτε όρων προστασίας των οικονομιών των εξαρτημένων χωρών.
Η ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, δηλαδή η δυνατότητα του δυτικού χρηματιστικού κεφαλαίου να καταληστεύει τα όποια κεφάλαια των αδύναμων χωρών. Ας σημειωθεί ότι αυτή η «ελευθερία» ήταν που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στη γιγάντωση και ανεξέλεγκτη δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η ελευθερία επενδύσεων, δηλαδή η δυνατότητα των μονοπωλίων της ιμπεριαλιστικής Δύσης να εκμεταλλεύεται το φτηνό εργατικό δυναμικό των εξαρτημένων χωρών και να ληστεύει τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές.
Η ελευθερία πρόσβασης στις πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, δηλαδή η νομιμοποίηση των πιέσεων, των εκβιασμών ή ακόμη και των στρατιωτικών επεμβάσεων των ιμπεριαλιστών με στόχο τον έλεγχο αυτών των πηγών.
Οσο για την «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας», αυτή σ’ αυτό το πεδίο πήρε την πιο αποκρουστική της μορφή καθώς η ερημοποίηση των οικονομιών των εξαρτημένων χωρών έσπρωχνε κατά κύματα εκατομμύρια εργαζόμενους στο δρόμο του σύγχρονου -μεταναστευτικού- δουλεμπορίου.
Ταυτόχρονα, η οχύρωση αυτών των «ελευθεριών» με την ανάπτυξη των δυνάμεων ταχείας αντίδρασης. Η χρησιμοποίησή τους για το κομμάτιασμα των χωρών και τη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων όπου και όποτε κρινόταν αναγκαία για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και επιδιώξεων.
Αυτή λοιπόν η Νέα Τάξη Πραγμάτων ήταν που για «επικοινωνιακούς» λόγους μετονομάστηκε σε «παγκοσμιοποίηση». Αυτό ήταν το ιδεολόγημα που περιχαρείς το υιοθέτησαν και το «εκλαΐκευσαν» στο σύνολό τους σχεδόν -πλην Λακεδαιμονίων- οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά σε μια κορύφωση της ανεπάρκειας και ενός οπορτουνισμού που άγγιζε τα όρια του πολιτικού κρετινισμού.
Οι ανατροπές των ανατροπών
Οι εξελίξεις ωστόσο επιφύλασσαν ορισμένες εκπλήξεις στους σχεδιαστές της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Καθοριστικό κατ’ αρχάς ρόλο έπαιξε η επιδίωξη παγκόσμιας κυριαρχίας από μεριάς των ΗΠΑ. Μια επιδίωξη που με αφορμή την επίθεση στους δίδυμους πύργους σηματοδοτήθηκε από τις εκστρατείες σε Αφγανιστάν και Ιράκ.
Αυτό όξυνε τις αντιθέσεις όχι μόνο με Ρωσία, Κίνα, αλλά και με τους συμμάχους των ΗΠΑ ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (και «σιωπηρά» και με Ιαπωνία). Ταυτόχρονα ξεσήκωσε ένα γιγάντιο κύμα διαδηλώσεων σε παγκόσμια κλίμακα ενάντια σ’ αυτές τις επιδιώξεις. Ο καταλυτικός παράγοντας ήταν η αντίσταση του ιρακινού λαού που ανέδειξε το αδιέξοδο της στρατηγικής των ΗΠΑ. Μια εξέλιξη που διευκόλυνε την «εμφάνιση» των πραγματικών συσχετισμών στον κόσμο και που ήταν πολύ διαφορετικοί από αυτούς που υπολογίζονταν. Ταυτόχρονα η δυναμική της αντίστασης στο Ιράκ ήταν που πυροδότησε ανάλογες εξελίξεις στο Αφγανιστάν και σε άλλες περιοχές της Μ. Ανατολής και αλλού.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα, στο νέο πλαίσιο που διαμορφωνόταν, στα ρήγματα που δημιουργούνταν ανάμεσα στις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με βάση τις αντιθέσεις τους άρχισαν να διεισδύουν και άλλες δυνάμεις (Ινδία, Βραζιλία κ.ά.), διεκδικώντας και αυτές ρόλο. Η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων (που οι πρωταρχικοί της όροι είχαν τεθεί ήδη με τις ανατροπές του 1989-1991) αναδείχτηκε σε βασικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας κατάστασης. Μια τροπή των πραγμάτων που έθεσε όλα τα ζητήματα με εντελώς διαφορετικούς όρους καθώς εξελισσόταν σε συνθήκες ενός όλο και πιο λυσσαλέου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα μια εξέλιξη που αποτέλεσε έκφραση αλλά και παράγοντα της συνολικής κρίσης του συστήματος με αποφασιστικό ρόλο στην εκδήλωση και της οικονομικής πλευράς αυτής της κρίσης.
Η κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου
Οσον αφορά την οικονομική κρίση, πέρα από τους εγγενείς όρους λειτουργίας του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, υπήρξαν δύο παράγοντες που συνέτειναν στο να εκδηλωθεί στη συγκεκριμένη φάση και με τον συγκεκριμένο τρόπο και διαστάσεις. Οι όροι που διαμόρφωσε η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων καθώς η πληθώρα, πλέον, διεκδικητών «στένευε» το πεδίο κερδοφορίας σε σχέση με τους υπολογισμούς και τις συνθήκες της δεκαετίας του 1990. Δεύτερο, η ανεξέλεγκτη και χωρίς όριο δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου που και πάλι στην ίδια περίοδο γιγαντώθηκε.
Με βάση όλα αυτά -αλλά όχι μόνο- θα προτιμούσα να αναφέρομαι σε κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου. Σ’ αυτή την επιλογή με ώθησε περισσότερο το ότι για τον περισσότερο κόσμο ο όρος οικονομική κρίση παραπέμπει σε κάτι αντικειμενικό, κάτι που δεν εξαρτάται από τις ενέργειες των ανθρώπων αλλά είναι συνέπεια της ανεξέλεγκτης δράσης οικονομικών νόμων που υπάρχουν και λειτουργούν ανεξαρτήτως οικονομικού συστήματος. Πάνω σ’ αυτή την αντίληψη του πράγματος άλλωστε πάτησαν απόψεις όπως ότι «το πρόβλημα είναι κοινό», η «κρίση μάς αφορά όλους», «όλοι μαζί πρέπει να το αντιμετωπίζουμε» κ.λπ. Ακόμη και απόψεις που εμφανίζονται ως οι πιο ριζοσπαστικές, όπως το «να πληρώσει το κεφάλαιο την κρίση» και παρόμοιες, κινούνται στην ουσία στο έδαφος μιας τέτοιας αντίληψης πραγμάτων. Αυτό, πέρα από την αυταπάτη που εμπεριέχει, μια και ο μόνος τρόπος να «πληρώσει» πραγματικά το κεφάλαιο είναι να…ανατραπεί η κυριαρχία του. Μέχρι τότε μόνο εισπράττει και οι μόνοι που πληρώνουν -λιγότερα ή περισσότερα, ανάλογα με τους ταξικούς, πολιτικούς συσχετισμούς- είναι οι εργαζόμενοι.
Ως προς την ουσία του πράγματος, να το ξαναθέσω με τον πιο σύντομο και απλό τρόπο. Οι παραγωγικές δυνατότητες που έχει αναπτύξει η ανθρωπότητα και που την τροφοδοτούσαν μέχρι ένα λεπτό πριν από το ξέσπασμα της κρίσης παρέμειναν ίδιες (και πάντα με δυνατότητα παραπέρα ανάπτυξης) και στο «λεπτό» που ακολούθησε την εκδήλωση της κρίσης. Αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται για κρίση αυτών των παραγωγικών δυνατοτήτων αλλά της λειτουργίας του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Αν αυτές οι δυνατότητες σταμάτησαν να αποδίδουν όπως προηγούμενα, αυτό δεν οφείλεται σε κάποιους αντικειμενικούς οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους, αλλά επειδή μπλοκάρανε τους μοχλούς κίνησής τους αυτοί που τους διαχειρίζονται και ελέγχουν, οι κεφαλαιοκράτες. Και τους μπλοκάρανε επειδή το αναμενόμενο κέρδος δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Ως προς τους όρους και αιτίες του πράγματος, αυτές συνδέονται, πρώτο, με το ότι οι ίδιοι είχαν «εξαντλήσει» τις πηγές κερδοφορίας και στη βάση των όρων με τους οποίους λειτουργούσαν μέχρι τότε. (Βλέπε και αυξητική τάση του προσδοκώμενου «λογικού» κέρδους στην οποία αναφέρθηκα προηγούμενα). Δεύτερο, με τις προσδοκίες για ακόμη μεγαλύτερα κέρδη που είχαν καλλιεργηθεί στη βάση των όρων και συσχετισμών της δεκαετίας του 1990.
Ακόμη, αναφερόμενοι σε «κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου» γίνεται πιο κατανοητή η σύνδεση αυτού που συνέβη με αυτό που σχεδιάζεται και προωθείται με τα μέτρα «αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης». Η διαμόρφωση όρων μιας νέας κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Για να το θέσω πάλι με τον πιο απλό τρόπο. Δεν πληρώνουμε γι’ αυτά που έχασε η «οικονομία» ή υποτίθεται πως «έχασαν» οι κεφαλαιοκράτες. Οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες καλούνται να πληρώσουν με τον ιδρώτα και το αίμα τους τα νέα κέρδη που σχεδιάζει να αποκομίσει το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, εδώ είναι που «συναντώνται» η «αντιμετώπιση της κρίσης» με την επίθεση επαναθεμελίωσης των ταξικών σχέσεων σε βάρος της εργατικής τάξης και την εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές.
Τα αδιέξοδα του συστήματος
Οικονομολόγοι και παράγοντες του συστήματος, πρόεδροι, πρωθυπουργοί και καγκελάριοι διακηρύσσουν κατά καιρούς και αποδέχονται αυτό που και από καπιταλιστική άποψη είναι αυτονόητο. Οτι χωρίς επενδύσεις στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας (και, κατά γενική παραδοχή, κυρίως σε πρωτοποριακούς πλέον τομείς) δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την κρίση. Οτι το πάθημα (η φούσκα και η κρίση του 2008) έχει γίνει μάθημα, ότι πρέπει να ελεγχθεί το τραπεζικό-χρηματιστικό σύστημα, η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική του δράση κ.λπ. κ.λπ.
Παρ' όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος των πιστώσεων, πραγματικοί ποταμοί κεφαλαίων, διοχετεύονται στο τραπεζοχρηματιστικό σύστημα και πολύ λιγότερες στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας.
Στην ίδια λογική διακηρύσσουν ότι χωρίς τόνωση της ενεργούς ζήτησης πολύ δύσκολα θα ανακάμψει η οικονομία. Στην πράξη πράττουν ακριβώς τα αντίθετα μια και οι καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής τους στις οικονομίες των εξαρτημένων χωρών μειώνουν δραστικά τη συνολική ζήτηση. Συναγωνίζονται στο ποιος θα αποκηρύξει ρητορικά τον προστατευτισμό μια και «συμφωνούν» ότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη των διεθνών συναλλαγών και συνεπώς παρεμποδίζεται έτσι η οικονομική ανάπτυξη και απομακρύνονται οι προοπτικές εξόδου από την κρίση. Παρ' όλα αυτά, η κάθε δύναμη επιβάλλει κάθε είδους μέτρα προστατευτισμού των προϊόντων της, την ίδια στιγμή που απαιτεί από τις άλλες χώρες να ανοίξουν τις αγορές τους.
Το τελευταίο διάστημα έχει φουντώσει η συζήτηση για το παγκόσμιο χρέος, τους κινδύνους που συνεπάγεται η υπερδιόγκωσή του και που ορισμένοι θεωρούν (και καθόλου αδικαιολόγητα) ότι αποτελεί θηλιά στο λαιμό της οικονομίας που την εμποδίζει να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί. Την ίδια στιγμή ωστόσο προωθούν πολιτικές που δεν οδηγούν παρά στην παραπέρα γιγάντωσή του.
Τι συμβαίνει αλήθεια εδώ; Το σύστημα παραλογίζεται και πρέπει να εκλογικευθεί, όπως συστήνουν πολλοί και ιδιαίτερα οι κεϊνσιανού προσανατολισμού οικονομολόγοι; Οι τελευταίοι «ξεχνούν» και στην πραγματικότητα αποφεύγουν να αναμετρηθούν (θεωρητικά έστω) με τις πραγματικές αιτίες αυτού του «παραλογισμού». Τα πραγματικά χαρακτηριστικά του συστήματος στη βάση των οποίων λειτουργεί.
Αν λοιπόν το κεφάλαιο επιτίθεται στην εργατική τάξη, δεν είναι επειδή δεν γνωρίζει τις συνέπειες στο πεδίο της ζήτησης. Είναι επειδή στρατηγικός στόχος του είναι η επιβολή όρων απόλυτης ταξικής κυριαρχίας.
Αν οι ιμπεριαλιστές λειτουργούν καταστροφικά απέναντι στις εξαρτημένες χώρες, δεν είναι επειδή δεν αντιλαμβάνονται ότι έτσι αποδυναμώνουν και περιορίζουν το πεδίο της συνολικής τους οικονομικής δραστηριοποίησης. Είναι επειδή δεν διανοούνται να παραιτηθούν οικειοθελώς από τη δυνατότητα καταλήστευσης αυτών των χωρών ή ακόμη να αφήσουν (ο καθένας απ’ αυτούς) πεδίο στους ανταγωνιστές τους. Είναι επειδή η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και η καταλήστευση των εξαρτημένων χωρών αποτελούν τα οικονομικά βάθρα πάνω στα οποία θεμελιώνεται το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα πάνω σ’ αυτές βασικά τις δύο «πηγές» στοχεύουν και ευελπιστούν να στηρίζουν την πραγματοποίηση της νέας κερδοφορίας. Το ότι κάτι τέτοιο με τους δοσμένους όρους ανακυκλώνει τα αδιέξοδα του συστήματος, αυτό οι καπιταλιστές ούτε μπορούν ούτε και «επιτρέπουν» στον εαυτό τους να το διανοείται.
Για να έρθω στο ζήτημα των επενδύσεων. Είναι επίσης από τα ζητήματα των οποίων πολύ καλά αντιλαμβάνονται τη σημασία. (Δείτε λ.χ. τις ομιλίες Ομπάμα, άλλο θέμα το τι προωθείται τελικά στην πράξη). Και δεν είναι ότι δεν υπάρχουν οι αντικειμενικές οικονομικές προϋποθέσεις. Κεφάλαια, τεχνογνωσία, επιστήμη και τεχνοεπιστημονικό εργατικό δυναμικό, πρώτες ύλες και ενέργεια κ.λπ. Το πρόβλημα βρίσκεται σ’ αυτό που αναφέρω σαν «ζήτημα των ζητημάτων». Το πρόβλημα των αγορών. Επενδύσεις τέτοιας κλίμακας προϋποθέτουν και την ύπαρξη αντίστοιχης (πλανητικών διαστάσεων) αγοράς και μάλιστα διασφαλισμένης σε βάθος χρόνου. Μόνο που τέτοια διασφάλιση και με τις δοσμένες συνθήκες δεν μπορεί να κατοχυρωθεί στη βάση οικονομικών και μόνο όρων. Απαιτούνται και πολιτικές έως και στρατιωτικές κατοχυρώσεις.
Εδώ είναι που «συναντιέται» η οικονομία με την πολιτική και πιο συγκεκριμένα η κρίση κερδοφορίας με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων. Μια διαδικασία που συντελείται με όρους ενός όλο και πιο λυσσαλέου ανταγωνισμού σε όλα τα πεδία καθώς τίθεται ζήτημα ποιος ποιον ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Συνοψίζοντας, το ζήτημα εμφανίζεται με τη μορφή μιας αλυσίδας διαδοχικών κρίκων που οδηγούν σε αδιέξοδο. Εξοδος από την κρίση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εκτεταμένες επενδύσεις στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Επενδύσεις τέτοιας κλίμακας πολύ δύσκολα μπορούν να γίνουν χωρίς διασφάλιση-αναδιανομή των αγορών. Αυτή η αναδιανομή δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων.
Αυτή η αναδιάταξη, όπως έχει κιόλας δείξει η ιστορία και επιβεβαιώνει η σημερινή πραγματικότητα, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στο πεδίο των διαπραγματεύσεων αλλά στη βάση του πιο οξυμένου ανταγωνισμού και αναμετρήσεων σε όλα τα πεδία (έως και το στρατιωτικό). Τόσο τα αδιέξοδα του συστήματος όσο και οι κίνδυνοι για τον κόσμο είναι προφανείς.
Ενα σύστημα που σαπίζει
Η ίδια αντίφαση ανάμεσα στη ρητορεία και την πρακτική ισχύει και στο πώς αντιμετωπίζουν την εκ νέου υπερδιόγκωση του τραπεζοχρηματιστικού (και νομισματικού πλέον) τομέα.
Δεν αγνοούν καθόλου τον κίνδυνο δημιουργίας μιας νέας και πολύ πιο επικίνδυνης «φούσκας». Προτιμούν ωστόσο να τον «εξορκίζουν», μια και αυτό που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο είναι ο πόλεμος κεφαλαίων που μαίνεται στο πλαίσιο του συνολικότερου ανταγωνισμού. Καθημερινά γίνονται κινήσεις σε μια συνεχή προσπάθεια της κάθε πλευράς να υπεραξιώσει τα δικά της «χαρτιά» και να απαξιώσει εκείνα των ανταγωνιστών της. Να ελέγξει την κίνηση των κεφαλαίων και συνολικά αυτόν το νευραλγικό τομέα. Μόνο που αυτό, πέραν όλων των άλλων, έχει και σαν συνέπεια τη συσσώρευση όγκων αδρανούντων κεφαλαίων (ή «κεφαλαίων»). Κεφάλαια ωστόσο που υπόκεινται σε μια διαδικασία απαξίωσης τόσο περισσότερο και τόσο πιο γοργά όσο καθυστερεί η προώθηση -και στην απαιτούμενη κλίμακα- επενδύσεων στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Ο κύκλος της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου μόνο στο πεδίο της διεύρυνσης του πραγματικού κεφαλαίου ολοκληρώνεται. Διαφορετικά τα κεφάλαια αρχίζουν να μετατρέπονται σε «αέρα». Οπως συνέβη στην κρίση του 2008 όπου, κατά τις εκτιμήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, εξαερώθηκαν από τριάντα έως πενήντα και πλέον τρισ. (ανάλογα με τις εκτιμήσεις). Και όπου αρκετοί τραπεζικοί χρηματιστικοί «οίκοι» αναγκάστηκαν να διαγράψουν από το ενεργητικό τους κεφάλαια που είχαν «εγγράψει».
Η τάση να γενικευτεί το φαινόμενο και να πάρει τη μορφή πλημμυρίδας ανακόπηκε με τη χορήγηση ενός τρισ. δολαρίων από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και την παροχή ανάλογων εγγυήσεων, ενώ με παρόμοιο τρόπο κινήθηκαν και οι Ευρωπαίοι αλλά και οι περισσότερες κυβερνήσεις στον κόσμο.
Αλλά τέτοιου είδους μέτρα μπορεί να καθυστερούν μια τέτοια εξέλιξη, αλλά δεν την αποτρέπουν, πολύ περισσότερο που σε σημαντικό βαθμό έχουν εξαντλήσει τις εφεδρείες τους (νομισματικές, κρατικών εγγυήσεων κ.ά.). Αυτό που συμβαίνει στους καιρούς μας είναι η ανάδειξη των πιο εγκληματικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ακόρεστο και αδηφάγο και σε μια κορύφωση του παραλογισμού στον οποίο το οδηγούν τα αδιέξοδά του.
Αρπάζει τα μεροκάματα των εργαζομένων για να τα κάνει αέρα.
Ληστεύει εισόδημα των αγροτών για να το κάνει χώμα.
Κλέβει τις συντάξεις των απόμαχων της δουλειάς για τις κάνει στάχτη.
Παίρνει το ψωμί των πεινασμένων και το πετάει στα σκουπίδια.
Στερεί τους αρρώστους απ’ τα φάρμακά τους για να τα μετατρέψει σε «χαρτιά» χωρίς αντίκρισμα.
Αρπάζει απ’ τα χείλη των παιδιών το γάλα και το χύνει στη θάλασσα.
Ασύδοτο και εγκληματικό αντιμετωπίζει τα αδιέξοδά του με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει. Σχεδιάζοντας νέα και μεγαλύτερα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα.
Ενας δρόμος υπάρχει για την αντιμετώπισή του. Αυτός που μας δείχνει η πάλη των λαών στην Τυνησία και το Νεπάλ. Στην Αίγυπτο, Ινδίες και σε κάθε γωνιά του κόσμου. Και μια η μοναδική διέξοδος για τους λαούς. Η ανατροπή του
Προλεταρική Σημαία
(Αναδημοσίευση 22/4/2011)