Οι απαντήσεις της Αριστεράς βρίσκονται μπροστά (και αριστερά)
Κείμενο- παρέμβαση του Βασίλη Σαμαρά για τις εξελίξεις (20/9/2011)
Μέρος Α'. Οι «πλατείες» ανοίγουν δρόμους
Ο λαός μας στο διάστημα των τελευταίων εβδομάδων έδωσε μια κεντρικού πολιτικού χαρακτήρα μάχη. Με το μεγαλείο και τις αδυναμίες της. Με τις εξάρσεις και τις υφέσεις της. Με τις αρετές αλλά και τις αντιφάσεις της. Ταρακούνησε το σύστημα. Θορύβησε τα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας. Προκάλεσε ρήγματα και οδήγησε σε κυβερνητική κρίση.
Δεν μπόρεσε ωστόσο να φτάσει σε μια καθοριστική νίκη. Ως έναν βαθμό επειδή ο εχθρός –το σύστημα– διαθέτει τις δυνατότητες, τα μέσα και τις εφεδρείες του. Περισσότερο επειδή το Μέτωπο Πάλης του λαού εμφάνισε και εδώ τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις, τις ανεπάρκειες που χαρακτηρίζουν το κίνημα εδώ και χρόνια.
Αυτό θέτει σαν βασική αναγκαιότητα την επισήμανση και αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών ώστε η επόμενη αναμέτρηση να δοθεί με καλύτερους όρους. Αυτή η αναγκαιότητα γίνεται ακόμα πιο επιτακτική με βάση το ότι δεν υπάρχουν περιθώρια ανάπαυλας, περισυλλογής και εφησυχασμού.
Είναι βέβαιο ότι η επίθεση του συστήματος ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τη νεολαία θα συνεχιστεί. Ακόμη πιο βίαιη, πιο εκτεταμένη, σε μεγαλύτερο βάθος, ακόμη πιο βάρβαρη και αδυσώπητη. Άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι ο λαός θα αντιδράσει. Ότι θα υπάρξουν νέα ξεσπάσματα στο κοντινό διάστημα. Μεγαλύτερα, πιο οργισμένα, πιο αποφασιστικά. Αυτό είναι αναπόφευκτο, καθώς η επίθεση του συστήματος θέτει υπό αίρεση το σύνολο των δικαιωμάτων του λαού, προσβάλλει βίαια το ίδιο το δικαίωμά του στη ζωή.
Απέναντι σε αυτή την προοπτική οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε. Άμεσα, υπεύθυνα, σοβαρά, αποφασιστικά.
Η μεγάλη αναμέτρηση
Το πρώτο που οφείλεται, όπως παντού και πάντα, είναι η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Τι είναι αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Ποια χαρακτηριστικά και ποιους στόχους έχει η επίθεση του συστήματος. Από πού ξεκινάει και μέχρι πού φτάνει.
Οφείλουμε να έχουμε καθαρό ότι η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε εμπεριέχει τα ειδικότερα στοιχεία με τα οποία εμφανίζεται στη χώρα μας, ταυτόχρονα ωστόσο αποτελεί και έκφραση όσων γενικότερα συντελούνται στον κόσμο.
Αυτό που έρχεται είναι η όλο και μεγαλύτερη όξυνση της ταξικής πάλης στον κόσμο, σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της. Αυτό που έρχεται είναι η όλο και εντεινόμενη αναμέτρηση ανάμεσα στον κόσμο της δουλειάς, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης και του πολιτισμού από τη μια και στον κόσμο της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της βαρβαρότητας και του πολέμου από την άλλη.
Αυτή είναι η προοπτική των πραγμάτων και αυτό δεν εξαρτάται από τις διαθέσεις της τάδε ή δείνα δύναμης αλλά από τη φύση και τα χαρακτηριστικά τής πραγματικότητας που βιώνουμε, τις τάσεις που διαμορφώνουν, τις δυνάμεις που αναδείχνουν.
Αυτή την προοπτική οι δυνάμεις του συστήματος την αντιμετωπίζουν χωρίς ίχνος αυταπάτης και με πλήρη συνείδηση του τι θέλουν και τι επιδιώκουν. Την αντιμετωπίζουν σε βάση πλήρους επιστράτευσης του πλήθους των μηχανισμών, μέσων και δυνατοτήτων που διαθέτουν συγκροτημένα, αποφασιστικά και αδυσώπητα.
Οι λαοί διαθέτουν τις δυνάμεις να ανταποκριθούν αποτελεσματικά και νικηφόρα στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αναμέτρησης. Μόνο που αυτό προϋποθέτει τη συγκρότηση αυτών των δυνάμεων σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της, σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και το ανώτερο. Προϋποθέτει πάνω απ’ όλα τη συγκρότηση του κορμού ισχύος της λαϊκής πάλης, την «εκ νέου» συγκρότηση της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της, κεντρικό στοιχείο της πορείας ανασύστασης, ανασυγκρότησης του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.
Στη βάση αυτών των κατευθύνσεων οφείλουμε να έχουμε καθαρά ορισμένα πράγματα και σε αναφορά με τα άμεσα ζητήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Να είναι ξεκαθαρισμένο ότι η επίθεση του συστήματος δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο ούτε έχει προσωρινό χαρακτήρα. Δεν είναι «μια μπόρα που θα περάσει» αλλά αυτή που θα διαμορφώσει τους όρους τής ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας για τα επόμενα χρόνια.
Ότι δεν έχει κανένα όριο που να εξαρτάται από διεργασίες και μεταβολές στο πλαίσιο του συστήματος, αλλά το μόνο όριο που μπορεί να συναντήσει είναι ο φραγμός που μπορεί να ορθώσει το Μέτωπο Πάλης των λαϊκών δυνάμεων.
Αυτό σημαίνει ότι η οικοδόμηση αυτού του Μετώπου Πάλης αποτελεί σήμερα την ύψιστη άμεση προτεραιότητα, αποτελεί όρο υπεράσπισης του ίδιου του δικαιώματος στη ζωή. Οφείλεται συνεπώς σε αυτό να επικεντρωθούν οι πιο επίμονες, συνεχείς, σοβαρές και αποφασιστικές προσπάθειες.
Χωρίς αυταπάτες και εφησυχασμούς
Μια θεμελιώδης προϋπόθεση για την προώθηση αυτής της κατεύθυνσης είναι το ξεκαθάρισμα με αυταπάτες, εφησυχασμούς και ψευδαισθήσεις.
Οφείλουμε να έχουμε καθαρό ότι δεν υπάρχουν λύσεις για τον λαό στο πλαίσιο και με τους όρους του συστήματος. Ότι δεν υπάρχουν εύκολες, γρήγορες και «έξυπνες» λύσεις σαν αυτές που κάθε τόσο πλασάρονται από δεξιά και «αριστερά» και που μόνο αποτέλεσμά τους είναι ο αποπροσανατολισμός, η σύγχυση, το φρενάρισμα των προσπαθειών για την οικοδόμηση ενός πραγματικού Μετώπου Αντίστασης και Πάλης.
Χρειάζεται συνεχής και αποφασιστική αναμέτρηση με απόψεις που χαϊδεύουν τ’ αυτιά, που καθησυχάζουν δηλαδή και αδρανοποιούν τον κόσμο. Χρειάζεται να γίνουμε δυσάρεστοι. Να πούμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες αλλά μόνο δύσκολες απαντήσεις. Να επιμείνουμε ότι δεν υπάρχουν «γρήγορες» αλλά μόνο βασανιστικές λύσεις. Να εξηγήσουμε πειστικά ότι δεν υπάρχουν «έξυπνες» αλλά μόνο πραγματικές απαντήσεις. Χρειάζεται επίμονα, σταθερά, πειστικά και αποφασιστικά να οικοδομήσουμε την αντίληψη ότι η ανακοπή, η αντιμετώπιση της επίθεσης ή ακόμη και η συνολική σε μια πορεία αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος δεν είναι υπόθεση φαεινών ιδεών. Ότι έχουν μία και μόνη απαράγραπτη συνάρτηση. Το κάθε φορά επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων.
Χρειάζεται ακόμη, και ακριβώς για να γινόμαστε πιο πειστικοί και αποτελεσματικοί, να αναδείξουμε και να θέσουμε στο στόχαστρο της κριτικής αυτό που αποτελεί το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο αυτών των αντιλήψεων, απόψεων, προτάσεων και «διεξόδων». Τη συγκεκριμένη θεώρηση του κόσμου που αποτελεί τη βάση και αφετηρία που οδηγεί σε αντίστοιχη αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Μια θεώρηση με δύο αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοπροσδιοριζόμενες όψεις.
Η πρώτη αφορά την άποψη ότι ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος. Μια αντίληψη που έχει εμποτίσει την αριστερή (ή «αριστερή») πολιτική σκέψη εδώ και δεκαετίες και καθόριζε την πολιτική της. Μια άποψη που ενισχύθηκε από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. «Θαρρετά» πλέον υποστηρίζεται πως δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος και πως οι όποιες λύσεις μπορούν να αναζητηθούν μόνο εντός του πλαισίου αυτού του μονόδρομου.
Η άλλη όψη αφορά την έλλειψη εμπιστοσύνης στον λαό. Στη δυνατότητά του να αγωνιστεί, να πετύχει νίκες ή πολύ περισσότερο να ανατρέψει το σύστημα και να οικοδομήσει μιαν άλλη κοινωνία.
Δύο όψεις που εναλλάσσονται κατά το δοκούν σε ρόλο αίτιου και αιτιατού με τον ίδιο πάντα κοινό παρονομαστή.
Την αναζήτηση των απαντήσεων όχι στην ανάπτυξη της πάλης και στη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων μέσα από αυτήν, αλλά στην «αξιοποίηση» «ευκαιριών» που δημιουργούν οι αντιφάσεις του συστήματος. Εδώ βρίσκονται και οι εξηγήσεις για την ευκολία με την οποία μεταπηδούν από τις πιο βροντερές ριζοσπαστικές ή και «ανατρεπτικές» διακηρύξεις σε πιο «ρεαλιστικές» προσεγγίσεις της πραγματικότητας.
Προβλήματα και αδυναμίες
Οι αναγκαιότητες αυτές αναδείχτηκαν και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις, εκεί που ορισμένες απόψεις και αντίστοιχες παρεμβάσεις αποτέλεσαν στην πραγματικότητα εμπόδιο τόσο για τον προσανατολισμό όσο και για την αποτελεσματικότητα αυτού του κινήματος.
Δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ το ερώτημα ως προς το μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει υπό άλλους όρους, ούτε μπορεί να πει κανείς ότι την τελική έκβαση την καθόρισαν αυτές οι παρεμβάσεις. Οι αδυναμίες που χαρακτηρίζουν το λαϊκό κίνημα έρχονται από πολύ μακριά, έχουν αφήσει καθοριστικά αποτυπώματα και δεν ξεπερνιούνται εύκολα ή γρήγορα.
Μπορεί όμως να επισημανθούν οι βασικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τις πρόσφατες κινητοποιήσεις.
Τα βασικά προβλήματα που αναδείχθηκαν ήταν: Πρώτον, το ότι δεν κινητοποιήθηκε το σύνολο των διαθέσιμων λαϊκών δυνάμεων που μπορούσαν να κινητοποιηθούν και ότι δεν ενοποιήθηκαν με συνεχή και σταθερό τρόπο ούτε οι δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν. Τη σημασία του πράγματος μας την έδειξαν ήδη τα γεγονότα. Οι μεγαλύτερες στιγμές του κινήματος αυτών των ημερών και αυτές που ταρακούνησαν το σύστημα υπήρξαν τις ημέρες εκείνες, όταν –εκ των πραγμάτων– ξεπεράστηκε ο «διαχωρισμός» ανάμεσα στον κόσμο «του δρόμου» και στον κόσμο «της πλατείας» και συναποτέλεσαν μια ενιαία θάλασσα οργής.
Δεύτερον, στο ότι δεν αναδείχτηκε με τον πιο σαφή τρόπο ο στόχος, η «αιχμή» που θα μπορούσε να κινήσει, ενοποιήσει τις λαϊκές μάζες, να τις συγκροτήσει και να τις προσανατολίσει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όσο για το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο στόχος, η απάντηση βρίσκεται μέσα στα πράγματα και είναι ταυτόσημη με την απάντηση που δίνει κανείς στο ερώτημα που αφορά το τι ήταν αυτό που κίνησε όλον αυτόν τον κόσμο. Αναμφισβήτητα ήταν η οργή του για την επίθεση που δέχεται, για την δουλειά που του στερούν, το μεροκάματο που του κόβουν, τη σύνταξη που του καταργούν, την περίθαλψη που του στερούν, για την ακρίβεια και τα φορολογικά χαράτσια. Ήταν η αγανάκτησή του απέναντι σε μια πολιτική που στοχεύει στο ίδιο το δικαίωμά του στη ζωή.
Όλα αυτά που συνοψίζονται στον στόχο ανατροπής αυτής της πολιτικής και ειδικότερα της ανατροπής του μεσοπρόθεσμου και μνημονίου μέσα από τα οποία αυτή η πολιτική προωθείται.
Είναι τα πράγματα τόσο «απλά» όπως διατυπώνονται σε αυτές εδώ τις γραμμές; Και είναι και δεν είναι. Είναι επειδή σε αυτά τα «απλά» πράγματα συνοψίζεται η απάντηση στο ζήτημα που τέθηκε και ταυτόχρονα δεν είναι δύσκολο να κατανοηθούν από τον οποιονδήποτε, αρκεί αυτός να μην έχει προαποφασίσει «να μην τα κατανοήσει».
Δεν είναι επειδή για να οδηγηθούν οι απαντήσεις σε αυτή την πολιτική «απλότητα» θα πρέπει να υπερκεραστούν, παραμεριστούν, σειρά λαθεμένων αντιλήψεων και ιδεοληψιών. Πάνω απ’ όλα να αντιμετωπιστούν αντιλήψεις που τις απαντήσεις τις διαμορφώνουν όχι με βάση τα πραγματικά δεδομένα, αλλά το κατά πόσο εναρμονίζονται με την ήδη δεδομένη πολιτική τους γραμμή.
Οι ευθύνες έχουν –πολιτική– ταυτότητα
Εδώ βρίσκονται και οι κύριες αιτίες για την εμφάνιση των προβλημάτων που προαναφέρθηκαν. Κατ’ αρχάς στις δεδομένες χρόνιες αδυναμίες του κινήματος. Στην επί δεκαετίες πορεία αποσυγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων (στο ιδεολογικό, πολιτικό, συνδικαλιστικό, κοινωνικό πεδίο). Αυτή που οδήγησε στον πλήρη ιδεολογικό και πολιτικό αφοπλισμό και τελικά στην αποσάθρωση των μετώπων πάλης του λαού. Στο γεγονός ότι δεν ορθώθηκε ένα πραγματικό ιδεολογικό πολιτικό μέτωπο στον επί δεκαετίες καθημερινό βομβαρδισμό του κόσμου με αστικές, μικροαστικές, καιροσκοπικές, αντικομμουνιστικές αντιλήψεις. Στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις με τις οποίες εμποτίστηκε και «διαπαιδαγωγήθηκε» ένας κόσμος στις ιδεοληψίες που έγιναν τρόπος σκέψης και καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό το επίπεδο πολιτικής του αντίληψης και στάσης. Χαρακτηριστικά που τροφοδοτήθηκαν και από την πολιτική των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά όλα τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν να πριμοδοτούνται έως και τις μέρες μας.
Και εδώ χρειάζεται να ξεκαθαριστούν ορισμένα πράγματα προς αποφυγήν παρανοήσεων ή «παρανοήσεων».
Η διεύρυνση της επίθεσης του συστήματος σε στρώματα και κατηγορίες μικρομεσαίων, έφερε «στον δρόμο» έναν κόσμο που δεν συμμετείχε ως τώρα στις κινητοποιήσεις. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη και αναμφισβήτητα σε θετική κατεύθυνση. Αυτό δεν αναιρείται από το ότι αυτός ο κόσμος ως ο κατεξοχήν φορέας των αυταπατών και ψευδαισθήσεων που προαναφέρθηκαν, αποτέλεσε για χρόνια «μαξιλάρι απορρόφησης κραδασμών». Ούτε από το ότι συνεχίζει να «φέρει» τις αντιλήψεις και τις ιδεοληψίες στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί. Το πρόβλημα αυτό, καθώς και πολλά άλλα, είναι απλώς μέσα στον «λογαριασμό». Το κύριο βρίσκεται στο ότι αυτός ο κόσμος βγήκε στον δρόμο. Αυτό είναι το αποφασιστικό βήμα για να προχωρήσει σε μια πορεία απαλλαγής από λαθεμένες αντιλήψεις και αποστοίχησης από την επιρροή των αστικών δυνάμεων με πιο μόνιμο, σταθερό και αποφασιστικό τρόπο. Να κατανοήσει τα δύο βασικά στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της λαϊκής πολιτικής συνειδητοποίησης. Πρώτον, το ποιοι είναι οι φίλοι του και ποιοι οι εχθροί του. Δεύτερον, το ότι δεν υπάρχουν γι’ αυτόν «λύσεις» σαν αυτές που του προσφέρει το σύστημα και διάφοροι άλλοι παρατρεχάμενοι. Ζητήματα για τα οποία δεν υπάρχει καλύτερο από το «σχολείο του δρόμου», το σχολείο της ταξικής πάλης.
Το ότι ένας κόσμος φέρει ορισμένα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν μια αντικειμενική παράμετρος του όλου ζητήματος.
Δεν μπορεί ωστόσο να ειπωθεί το ίδιο για τις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Η παρέμβασή τους, η πολιτική γραμμή στη βάση της οποίας κινήθηκαν φέρει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά με τα οποία πολιτεύτηκαν όλα αυτά τα χρόνια (με τα γνωστά αποτελέσματα) και με τα οποία, όπως όλα δείχνουν, σκοπεύουν να κινηθούν και στη συνέχεια.
Θα υπάρξει ειδικότερη αναφορά στη συνέχεια πάνω σε αυτά, χρειάζεται ωστόσο εδώ να επισημανθούν κατ’ αρχάς ορισμένα ζητήματα.
α) Η ενοποίηση σε μια κοινή κοίτη των λαϊκών δυνάμεων που ήταν διατεθειμένες να κινηθούν και να παλέψουν όχι μόνο δεν επιδιώχθηκε, αλλά πολεμήθηκε στη βάση ιδιοτελών πολιτικών ιεραρχήσεων. Είτε «παθητικά» (ΚΚΕ με τη στάση της «αποχής») είτε ενεργητικά από άλλες δυνάμεις και κύρια τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, που συνειδητά προώθησαν μια διασπαστική πολιτική.
β) Η ανάδειξη του πολιτικού στόχου όπως προαναφέρθηκε όχι μόνο δεν προωθήθηκε σαν αιχμή του κινήματος, αλλά βραχυκυκλώθηκε και «πνίγηκε» στο τσουβάλιασμά του μ’ έναν σωρό άσχετα για να μπορέσει να προβληθεί σε πρώτο πλάνο ο αδιέξοδος στόχος «να πέσει η κυβέρνηση»-εκλογές.
γ) Οι ιδεοληψίες, οι μικροαστικές αντιλήψεις και προσδοκίες, οι αυταπάτες ενός κόσμου όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν σε μια αριστερή πολιτική βάση, αλλά αντίθετα αξιοποιήθηκαν για να αποκλειστούν οι αριστερές κομμουνιστικές απόψεις ώστε να προωθηθούν, απερίσπαστα, οπορτουνιστικές απόψεις και κατευθύνσεις.
Η δυναμική των πραγμάτων
Στις συζητήσεις που άνοιξαν τέθηκαν ορισμένα ερωτήματα γύρω από ένα σημαντικό ζήτημα. Αφορούν το αν τα όσα συντελέστηκαν αποτελούν νίκη για τον λαό ή όχι, το αν αυτή θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, το αν θα μπορούσε να τεθεί θέμα διακυβέρνησης ή ακόμη και εξουσίας. Και όσον αφορά τα δύο τελευταία, θα αναφερθώ στη συνέχεια. Σημειώνω απλά εδώ ότι τέτοιας κλίμακας στόχοι δεν μπορούν να τίθενται –και εννοείται σαν ζητήματα ημερήσιας διάταξης και όχι απλά προοπτικής– ανεξαρτήτως των πραγματικών συσχετισμών και του επιπέδου συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων.
Όσον αφορά τις άλλες όψεις του ζητήματος, αυτό που κατά την άποψή μου αποτελεί ήδη μια σημαντική νίκη είναι το ότι εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέβηκαν σε δρόμους και σε πλατείες. Ενεργητικά, μαζικά, αποφασιστικά, μαχητικά. Το ότι συνέχισε με επιμονή να αγωνίζεται για εβδομάδες χωρίς να δελεάζεται από την προπαγάνδα και τις μανούβρες του συστήματος. Χωρίς να πτοείται από τις επιχειρήσεις τρομοκράτησής του που έφτασαν να πάρουν τις πιο βίαιες, τις πιο βάρβαρες μορφές. Το ότι στη διάρκεια αυτών των εβδομάδων διαπίστωσε έμπρακτα ότι δεν είναι «μόνος» του αλλά πως είναι «μαζί του» η πλειοψηφία του λαού. Ενισχύθηκαν έτσι οι τάσεις απόρριψης της μοιρολατρίας και της αδράνειας. Ότι ανακάλυψε την αξία της συλλογικότητας, της οργανωτικότητας. Ότι διαπίστωσε τη δυνατότητά του να πράξει, να αγωνιστεί για τα δίκια του. Ότι άρχισε να αποκτά εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Το ότι στο ίδιο διάστημα αναπτύχθηκαν περισσότερο οι διεργασίες και οι μεταβολές που ήδη συντελούνταν στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών. Ενισχύθηκαν οι τάσεις αποστοίχησης από την επιρροή των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Όλα αυτά που διαμορφώνουν, οικοδομούν, τον «εξοπλισμό» του ώστε να εμφανιστεί πιο προετοιμασμένος, πιο ισχυρός και αποτελεσματικός στις επόμενες αναμετρήσεις που αναπόφευκτα έρχονται. Αυτό δεν αλλάζει ούτε αναστρέφεται.
Υπάρχει ωστόσο το ερώτημα. Θα μπορούσε αυτή η νίκη να είναι πιο μεγάλη, πιο χειροπιαστή; Θα μπορούσε, λ.χ., να επιβληθεί μια ανάσχεση των ρυθμών της επίθεσης, μια περιστολή των αντιλαϊκών μέτρων; Το ότι η πάλη του λαού ταρακούνησε το σύστημα, το ότι θορυβήθηκαν τα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας, το ότι δημιουργήθηκαν ρήγματα στο ΠΑΣΟΚ –κυρίως– αλλά και στη ΝΔ, το ότι προκλήθηκε κυβερνητική και ευρύτερη πολιτική κρίση έδειξε ότι θα μπορούσε.
Τελικά τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ήδη γνωρίζουμε. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι δίνει πιο χειροπιαστή απάντηση στο αν μπορούσε ή όχι. Διατύπωσα ήδη τη διαφορετική μου άποψη παρ' όλο που θεωρώ ότι δεν έχει και πολύ νόημα μια συζήτηση περί του τι θα μπορούσε να γίνει αν το τάδε γινόταν έτσι κι όχι αλλιώς κ.λπ. Αυτό που έχει πραγματικό ενδιαφέρον είναι η εκτίμηση ορισμένων χαρακτηριστικών της κατάστασης, ιδιαίτερα όπως αυτή διαμορφώνεται στις μέρες μας.
Βασικό της στοιχείο, η όξυνση όλων των αντιθέσεων. Ταυτόχρονα και με βάση ακριβώς αυτή την όξυνση ξεπετάγονται συνεχώς στον στίβο της ταξικής πάλης νέες δυνάμεις που δεν υπήρχαν στον «λογαριασμό» το προηγούμενο διάστημα. Μια εξέλιξη που δεν μπορεί να εκτιμηθεί εκ των προτέρων, η έκταση, η ένταση, η διάρκεια και ιδιαίτερα η δυναμική που εμπεριέχει, η ώθηση που μπορεί να δώσει στην κίνηση των πραγμάτων. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί η «στατική» θεώρηση των διαφόρων παραμέτρων, αλλά θα πρέπει να συνυπολογίζεται η δυναμική που εμπεριέχουν οι εξελίξεις. Όχι για να απογειωνόμαστε και να χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα, αλλά για να την αντιμετωπίζουμε πιο αποφασιστικά και προσβλέποντας στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων που όλο και ευρύτερα θα εμφανίζουν οι εξελίξεις.
.....................................................................................................
..........................................................
.............................
Μέρος Έ του κειμένου.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
(Οι απαντήσεις βρίσκονται μπροστά)
Όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτό που πριν απ’ όλα οφείλουμε να έχουμε καθαρό, είναι το τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Και αυτό είναι η βαρβαρότητα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Τις αντιδραστικές του επιδιώξεις. Την προώθηση, παγίωση των πιο εκμεταλλευτικών καταπιεστικών σχέσεων τόσο στο ταξικό όσο και στο διεθνές πεδίο. Ταυτόχρονα τους κινδύνους που συνεπάγονται για τους λαούς οι εξελίξεις στα πλαίσια του συστήματος. Η αναδιάταξη δυνάμεων που συντελείται σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και με όρους ενός όλο και πιο άγριου και ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού. Αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι η όξυνση όλων των αντιθέσεων, η ένταση της ταξικής πάλης σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της.
Οφείλουμε ταυτόχρονα να έχουμε καθαρό ότι ο κόσμος δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στην προ κρίσης εποχή και γενικότερα σε σχέσεις, συνθήκες και μορφές προηγούμενων περιόδων. Αυτά που έχουν δρομολογηθεί από την μεριά του συστήματος δεν υπαγορεύονται από τις θελήσεις της α ή β δύναμης. Απορρέουν από την ίδια την φύση του συστήματος και τάσεις που αναδείχθηκαν, ισχυροποιήθηκαν και μορφοποιήθηκαν με βάση εξελίξεις δεκαετιών.
Δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν δυνάμεις και διεργασίες εντός του συστήματος που -αφ’ εαυτών- να θέλουν και να μπορούν να αναστρέψουν, να δώσουν άλλη τροπή σ’ αυτή την πορεία. Σ’ αυτή τη βάση δεν είναι καν σοβαρές οι απόψεις που αποδίδουν αυτές τις κατευθύνσεις στην επικράτηση του «νεοφιλελευθερισμού» λ.χ. και εκπονούν προτάσεις «εκλογίκευσης» του συστήματος.
Με ανάλογο τρόπο τίθενται τα ζητήματα και στη χώρα μας. Οφείλουμε να δούμε καθαρά το ποια Ελλάδα φτιάχνουν για τις επόμενες δεκαετίες τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα σε -ετεροβαρή- συνεργασία με την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Μια χώρα παράρτημα των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, με υποθηκευμένες όλες τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές. Με επιβολή όρων ανεξέλεγκτης και χωρίς όρια εκμετάλλευσης του λαού και της χώρας και απομύζησης πλούτου από τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια. Με σοβαρούς τους κινδύνους ακόμη και εδαφικού ακρωτηριασμού αν αυτό επιβάλλουν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί στα πλαίσια των ανακατατάξεων και αναδιατάξεων που συντελούνται.
Με μια αστική τάξη σε ρόλο υπεργολάβου, μεταπράτη, διαμετακομιστή και τοποτηρητή αυτών των επιδιώξεων.
Με ένα κράτος που η μια του όψη ως υπηρέτη του συστήματος συμπληρώνεται από την άλλη που το θέλει αδίστακτο καταπιεστή των λαϊκών μαζών.
Με ένα πολιτικό προσωπικό χωρίς κανένα έρμα και ακριβώς για να συμμορφώνεται απόλυτα και να υπηρετεί αδιαμαρτύρητα τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου.
Από την άλλη μεριά, αυτό που θέλουν και επιδιώκουν, έναν λαό εξανδραποδισμένο, στα όρια της στοιχειώδους επιβίωσης ή και κάτω απ’ αυτά για όσους δεν προσφέρονται για άμεση εκμετάλλευση.
Μια εργατική τάξη, στερημένη από κάθε δικαίωμα, πλήρως αφοπλισμένη ώστε να υπόκειται στην πιο άγρια και ανεμπόδιστη εκμετάλλευση.
Μια νεολαία υποταγμένη και διαθέσιμη γι’ αυτό το μέλλον χωρίς μέλλον που της ετοιμάζουν ή ακόμη και να χρησιμοποιηθεί σαν αναλώσιμη ύλη σε ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς.
Όπως γενικότερα έτσι και εδώ δεν είναι θέμα Μνημονίου, χρέους, κρίσης ή κυβέρνησης. Είναι το πώς εκφράζονται οι γενικές τάσεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος στην περίπτωση μιας εξαρτημένης χώρας όπως η δική μας. Όπως γενικότερα, έτσι κι εδώ οφείλεται να είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει επιστροφή, στην προ Μνημονίου λ.χ. κατάσταση ή σε οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη περίοδο. Δεν υπάρχουν δυνάμεις εντός του συστήματος ούτε επιστροφής, ούτε αναστροφής, ούτε αλλαγής αυτής της πορείας. Ως προς αυτό δεν έχουν θέση κανενός είδους αυταπάτες.
Η αναμέτρηση των δύο κόσμων
Τόσο γενικότερα όσο και ελλαδικά αυτή η τροπή των πραγμάτων δεν πρόκειται να ανακοπεί αν δεν της φράξει τον δρόμο η πάλη των λαών. Δεν πρόκειται να ανατραπεί ολοκληρωμένα αν δεν ανατραπεί η κυριαρχία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αυτή είναι η μεγάλη αναμέτρηση που βρίσκεται μπροστά μας. Η αναμέτρηση ανάμεσα στον «κόσμο» που μας ετοιμάζει το σύστημα και τον κόσμο που μπορούν να δημιουργήσουν οι λαοί με τον αγώνα τους.
Σ’ αυτή την αναμέτρηση βρίσκεται και σ’ αυτήν κρίνεται η μοναδική πραγματική και ολοκληρωμένη διέξοδος για τους λαούς.
Αυτή που συνίσταται από την ανατροπή του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και το πέρασμα σε μια άλλη, μια σοσιαλιστική κοινωνία. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, σ’ αυτό το δρόμο οφείλουμε να πορευτούμε. Δεν έχει άλλο τρόπο η ανθρωπότητα για να απαλλαγεί οριστικά από την εκμετάλλευση, την καταπίεση, την βαρβαρότητα του συστήματος.
Δεν έχει άλλη επιλογή που να διασφαλίζει την ίδια την επιβίωσή της από τους κινδύνους που συνεπάγεται η συνέχιση της κυριαρχίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Ο μόνος δρόμος που ανοίγεται μπροστά της είναι αυτός που περνώντας από την ανατροπή του συστήματος, οδηγεί στην οικοδόμηση μιας άλλης, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Μιας κοινωνίας που έχοντας στο κέντρο των αξιών της τον άνθρωπο, θα πορεύεται στην κατεύθυνση της απελευθέρωσής του από κάθε είδους δεσμά. Μιας κοινωνίας που θα οικοδομείται στη βάση της «αρμοδιότητας» της εργατικής τάξης σαν την θεμελιακή προϋπόθεση για την δημιουργία και κατοχύρωση των όρων και συνθηκών αυτής της απελευθέρωσης.
Μια κοινωνία όπου θα θεωρείται αδιανόητη η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια κοινωνία ειρήνης, ελευθερίας, δικαίου και όπου η ολόπλευρη ανάπτυξη της δημιουργικότητας του εργαζόμενου ανθρώπου θα αποτελεί την κινητήρια δύναμή της.
Οι δύο γραμμές
Αν τα όσα προηγούμενα αναφέρθηκαν ορίζουν τον κεντρικό προσανατολισμό, τις βασικές κατευθύνσεις, το ερώτημα είναι πώς πορευόμαστε άμεσα. Μέσα από ποιους δρόμους, με ποιους τρόπους υλοποιούμε αυτές τις κατευθύνσεις.
Εδώ αναδείχνεται κατ’ αρχάς ένα άλλο σοβαρό ζήτημα. Αν η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης είναι αναγκαία για να προσδιορίσουμε αυτά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε άλλο τόσο αναγκαίος είναι ο προσδιορισμός της υποκειμενικής κατάστασης.
Ποια η κατάσταση του κινήματος, ποιο το επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων, ποια προβλήματα τίθενται, ποιες λύσεις, ποιες απαντήσεις απαιτούνται, με ποιους τρόπους και σε ποια πεδία.
Η κατάσταση εδώ σφραγίζεται από τις δεκαετίες αποσυγκρότησης που έχουν προηγηθεί και που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους σε όλα τα πεδία και σε όλες τις μορφές έκφρασης του κινήματος. Δεν θα αναφερθώ στις αιτίες και μόνο για λόγους οικονομίας αυτού του κειμένου. Σημειώνω μόνο πως θα μπορούσαν συνοπτικά να θεωρηθούν σαν συνέπειες της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και συνολικά της οπισθοχώρησης, της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Βασικές συνέπειες και εκφράσεις αυτής της αρνητικής εξέλιξης, η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης. Η αποσύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος. Η αποσάθρωση των μετώπων πάλης των λαών.
Καθοριστικής επίσης σημασίας συνέπεια, η ενίσχυση και τελικά κυριάρχηση αστικών, μικροαστικών, οπορτουνιστικών, ρεφορμιστικών, αντικομμουνιστικών αντιλήψεων, θέσεων και νοοτροπιών. Στα πεδία της θεωρίας, της ιδεολογίας, των πολιτικών γραμμών και κατευθύνσεων. Στην αποκρυστάλλωσή τους σε επίπεδο πολιτικών σχηματισμών (κομμάτων) που συνέτεινε στην παγίωση και διαρκή αναπαραγωγή τους. Σε όλα αυτά που προκαλούσαν την απογοήτευση των λαϊκών μαζών, την έλλειψη εμπιστοσύνης στην οργανωμένη πάλη, τον πολιτικό αγώνα, τις δυνατότητες του κινήματος, την έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του.
Όλα αυτά που αναδείχνουν σαν αποφασιστικής σημασίας το ζήτημα των δύο γραμμών στο κίνημα. Αυτές εκφράζονται τόσο στο πεδίο των κεντρικών βασικών προσανατολισμών του κινήματος όσο και στα άμεσα καθημερινά ζητήματα που θέτει η ταξική πάλη. Ως προς το γενικό, η διάσταση, και όπως ήδη αναφέρθηκα, αφορά την κατεύθυνση ανατροπής της κυριαρχίας του συστήματος από τη μια και την αποδοχή από την άλλη του καπιταλιστικού «μονόδρομου» και την αναζήτηση λύσεων στα πλαίσιά του.
Ως προς τα άμεσα, συνοπτικά κατ’ αρχάς θα έλεγα πως εκφράζεται με την κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων από τη μια και την κατεύθυνση αναζήτησης λύσεων («έξυπνων», γρήγορων και εύκολων) στα πλαίσια και με τους όρους (κοινοβουλευτικούς) του συστήματος.
Είναι γεγονός ότι η διάσταση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο κατευθύνσεις, τις δύο γραμμές δεν είναι τόσο διακριτή ούτε για τον πολύ κόσμο αλλά και σε σημαντικό βαθμό ούτε για όλους όσοι ενεργοποιούνται πολιτικά, αγωνιστικά. Οι αιτίες βρίσκονται κατ’ αρχάς στη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί με βάση τις δεκαετίες αποσυγκρότησης. Στη συνεχιζόμενη κυριαρχία στο κίνημα ρεφορμιστικών οπορτουνιστικών δυνάμεων. Στο ότι αυτές οι δυνάμεις έχουν κάθε λόγο να αναπαράγουν τη σύγχυση, να συσκοτίζουν, να συγκαλύπτουν την πολιτική τους ώστε να μπορούν να ψαρεύουν σε θολά νερά. Στο γεγονός ότι με βάση τη συνολική σύγχυση, πολιτικές δυνάμεις (οργανώσεις) παλινδρομούν ανάμεσα στις δύο κατευθύνσεις.
Εκεί ωστόσο που υπάρχουν και οφείλεται να αναζητηθούν οι απαντήσεις δεν είναι στα προηγούμενα. Βρίσκονται στις αδυναμίες των κομμουνιστικών δυνάμεων να θέσουν έμπρακτα, με σαφή, πειστικό και κατανοητό τρόπο και στην κλίμακα που απαιτείται τη διάκριση ανάμεσα στις δύο γραμμές, τις δύο κατευθύνσεις. Έτσι ή αλλιώς πάντως, αυτή η διάκριση υπάρχει. Όσο μάλιστα οξύνεται η ταξική πάλη και όσο πιο έντονα αναδείχνει τις απαιτήσεις της, τόσο πιο σαφής θα γίνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο κατευθύνσεις.
Ένα ζήτημα κλειδί
Η απάντηση στο ερώτημα συνδέεται με μια ουσιαστική διάσταση του ζητήματος. Με το αν και ποιες απαντήσεις δίνει κανείς στα ζητήματα που θέτει η ταξική πάλη. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το υπερβεί κανείς, πουθενά και με κανέναν τρόπο. Αλλιώς βρίσκεται απλώς στον κόσμο του, βρίσκεται στον αέρα. Και δεν εννοώ να το θέτει έτσι «γενικώς» (σαν ζήτημα π.χ. ζύμωσης, προπαγάνδας κ.λπ.). Με αυτή την έννοια μπορεί να θέσει τα πάντα. Από τα άμεσα προβλήματα μέχρι το ζήτημα εξουσίας. Εννοώ το να τεθεί σαν ζήτημα ημερήσιας διάταξης, πράγμα που σημαίνει ότι έχει την προτεραιότητα απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. Αναφέρθηκα ήδη σε εκφράσεις του ζητήματος στις προηγούμενες σελίδες.
Περνώντας πλέον στο άμεσο και συγκεκριμένο. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να υπερβεί χωρίς να βρεθεί στον αέρα είναι τα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός μας. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες όπου η επίθεση του συστήματος ανατρέπει τις πιο ουσιαστικές του κατακτήσεις, καταργεί τα πιο ζωτικά του δικαιώματα, θέτει υπό αίρεση το ίδιο το δικαίωμά του στη ζωή. Δεν μπορεί να προκαθοριστεί το αν και σε ποιο βαθμό η αντίσταση και η πάλη του λαού θα πετύχει μια ανάσχεση της επίθεσης ή ποια ανακούφιση θα επιφέρει στις τεράστιες πιέσεις που υφίστανται οι λαϊκές μάζες, ποιες άμεσες απαντήσεις θα δώσει στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Το βέβαιο είναι πως δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα παραπέρα προσπερνώντας αυτό το ζήτημα. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά χωρίς να δώσουμε αυτή τη μάχη. Μια μάχη που για τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες παίρνει τον χαρακτήρα μιας μάχης ζωής. Καμιά και κανενός είδους προοπτική δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε ένα τέτοιο «κενό».
Ας έρθουμε ωστόσο στο ζήτημα της προοπτικής, δηλαδή της συνολικής και ολοκληρωμένης απάντησης στο πρόβλημα του λαού. Μια απάντηση που συνδέεται με την ανατροπή της κυριαρχίας του συστήματος και στο προχώρημα σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Αναφέρθηκα ήδη στην αναγκαιότητα ενός τέτοιου προσανατολισμού καθώς και τις απαιτήσεις που μια τέτοια κατεύθυνση θέτει. Τη σημασία που έχει το να πειστούν και να ενστερνιστούν οι λαϊκές μάζες τη σοσιαλιστική προοπτική. Τη δυναμική που αυτό μπορεί να προσδώσει στον αγώνα τους. Εκείνο ωστόσο που χρειάζεται να υπογραμμιστεί είναι πως η διαμόρφωση των όρων μιας τέτοιας προοπτικής περνάει υποχρεωτικά μέσα από τις απαντήσεις που δίνονται στα ζητήματα που θέτει η ταξική πάλη. Κατ’ αρχάς στο ίδιο το ζήτημα του βασικού προσανατολισμού στη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Η πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές δεν αφορά απλά και μόνο την -έτσι κι αλλιώς αναγκαία- αντιπαράθεση στο θεωρητικό ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο. Είναι μια καθημερινή υπόθεση, μια σειρά από μάχες που διεξάγονται συνεχώς σε όλα τα πεδία. Σ’ αυτές εμπεριέχονται, διαμορφώνονται οι όροι των απαντήσεων τόσο σε αναφορά με τα άμεσα όσο και με τα ζητήματα προοπτικής.
Αυτό είναι κάτι που εξελίσσεται, που κρίνεται συνεχώς. Στο ποια ζητήματα θέτει κανείς. Σε ποιους τα θέτει. Πώς, σε ποιο πεδίο τα θέτει. Πώς τα προωθεί. Θέτει εκείνα τα ζητήματα που αφορούν τον λαό και τον αντιπαραθέτουν με το σύστημα ή εκείνα που -θεωρεί- ότι εναρμονίζονται με διαθέσεις του συστήματος και άρα μπορούν «εύκολα» να ικανοποιηθούν. Τα θέτει προσδοκώντας και στηρίζοντας την λύση τους στην πάλη του λαού ή αναζητώντας γέφυρες συνεννόησης με δυνάμεις του συστήματος.
Τα θέτει στη βάση της κατεύθυνσης και στο πεδίο που διαμορφώνονται οι όροι συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων ή στη βάση μιας κοινοβουλευτικής λογικής που αναιρεί και ματαιώνει αυτή την κατεύθυνση.
Αναγκαία εδώ μια διευκρίνιση σε αναφορά με το ζήτημα αυτής της συγκρότησης. Αν αυτό γίνεται αντιληπτό στη βάση του ότι η απάντησή του συνδέεται απλά και μόνο με την οργάνωση ενός κόσμου στο α ή β κόμμα, τότε γίνεται αντιληπτό με λάθος τρόπο. Αυτό αποτελεί μόνο μια έκφραση αυτής της συγκρότησης που καθόλου δεν εξαντλείται σ’ αυτό. Εκείνο που κυρίως εννοείται είναι η συνολική πολιτικοποίηση και οργάνωση των λαϊκών μαζών, με την πιο ευρεία έννοια και σε πολλαπλές μορφές και επίπεδα. Η διαμόρφωση, κατάκτηση μιας άλλης αντίληψης πραγμάτων. Κεντρικό της στοιχείο και το οποίο μπορεί να γίνει κτήμα του κάθε λαϊκού ανθρώπου είναι αυτό που αφορά το ποιοι είναι οι εχθροί και ποιοι οι φίλοι του. Η διαμόρφωση, κατάκτηση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης στη συλλογικότητα, την αποτελεσματικότητα της οργανωμένης πάλης, τη σημασία της πολιτικής πάλης.
Σε σχέση με αυτά και προς αποφυγή παρανοήσεων χρειάζεται να διευκρινιστούν ορισμένες ακόμη πλευρές του ζητήματος. Αναμφισβήτητη η σημασία και η αξία της ζύμωσης, της προπαγάνδας και σε αναφορά με το σύνολο των ζητημάτων που απασχολούν το κίνημα.
Οι διάφορες μορφές και διαδικασίες που στοχεύουν στην παραπέρα πολιτικοποίηση ενός κόσμου. Αποφασιστικής σημασίας το άνοιγμα ιδεολογικών μετώπων. Ιδιαίτερα αυτό της αντιπαράθεσης με ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές απόψεις και στη βάση της αναγκαιότητας να πεταχτεί όλη αυτή η συσσωρευμένη ιδεολογική σαβούρα στα σκουπίδια. Κρίσιμο ζήτημα η διαμόρφωση και εμπέδωση της αντίληψης ότι η πραγματική και συνολική διέξοδος για τον λαό βρίσκεται στην ανατροπή αυτού του συστήματος.
Όλα αυτά είναι αναγκαία και απαραίτητα. Ταυτόχρονα ωστόσο θα πρέπει να είναι ξεκαθαρισμένα τα εξής.
Καμία ζύμωση και καμία προπαγάνδα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ρόλο που έχει η άμεση αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του συστήματος στο πεδίο της διεκδικητικής πάλης. Το εύρος, το βάθος, η στερεότητα της συνειδητοποίησης που μπορεί, και σε πολλαπλάσια μάλιστα κλίμακα, να δώσει αυτή η αντιπαράθεση. Σε κανένα κομματικό «σχολείο» και σε καμιά ανάλογη διαδικασία δεν μπορούν να «διδαχτούν» όσα και με τον πειστικό τρόπο που μπορούν να διδαχθούν στο «σχολείο του δρόμου». Δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος να κατανοηθεί η διαφορά ανάμεσα σε διάφορες απόψεις από την δοκιμασία τους στο πεδίο της πράξης. Είναι στο πεδίο της σύγκρουσης που πραγματοποιείται με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο η «αναγνώριση» της φύσης του συστήματος, δηλαδή η πιο ουσιαστική πολιτικοποίηση του κόσμου. Πάνω σ’ αυτήν αναπτύσσεται και εμπεδώνεται η πεποίθηση πως η μόνη πραγματική και ολοκληρωμένη διέξοδος για τον λαό βρίσκεται στην ανατροπή του συστήματος. Αυτή η κατάκτηση αποτελεί το πιο θεμελιακό, το πιο αποφασιστικό στοιχείο πάνω στο οποίο οικοδομούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις της προοπτικής.
Μπροστά στις νέες αναμετρήσεις
Με βάση το σύνολο των δεδομένων.
Τη βεβαιότητα για συνέχιση, διεύρυνση και σκλήρυνση της επίθεσης ενάντια στον λαό.
Το ενδεχόμενο εκλογών και το σερβίρισμα «εναλλακτικών λύσεων».
Την πιθανότητα δημιουργίας αυταπατών και στήριξής τους από τους γνωστούς «πρόθυμους».
Την πιθανότητα ακόμη και συνολικότερων εξελίξεων με βάση το «διαταραγμένο» διεθνές και ελλαδικό πλαίσιο.
Από την άλλη μεριά.
Είναι βέβαιο ότι ο λαός θα αντιδράσει.
Είναι βέβαιος ο πολλαπλασιασμός και η εντονότερη δραστηριοποίηση των πολύμορφων εστιών αντίστασης.
Είναι σοβαρή η πιθανότητα λαϊκών ξεσπασμάτων ευρύτερου χαρακτήρα, όπως το πρόσφατο ή ακόμα πιο έντονων.
Οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε απέναντι σ’ όλα αυτά. Με επίγνωση τόσο των αδυναμιών όσο και των δυνατοτήτων. Με επίγνωση του ότι οι αδυναμίες του κινήματος δεν δίνουν για την ώρα τη δυνατότητα μιας προετοιμασίας όρων και προϋποθέσεων που να ανταποκρίνονται στο ύψος των απαιτήσεων που αναμένεται να τεθούν.
Με επίγνωση ταυτόχρονα ότι η δυναμική της λαϊκής πάλης μπορεί να αναδείξει δυνατότητες που ποτέ δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τα πριν.
Έτσι ή αλλιώς οφείλουμε να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, να προετοιμαζόμαστε όσο γίνεται καλύτερα και από κάθε άποψη.
Βασική προτεραιότητα για το διάστημα που έρχεται και αυτή που ορίζει τον προσανατολισμό μας, η οικοδόμηση του Μετώπου Πάλης των λαϊκών δυνάμεων. Ενός Μετώπου που θα συγκροτείται στη βάση της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων και της νεολαίας στη βάση της υπεράσπισης του δικαιώματός τους στη ζωή.
Που θα διαμορφώνεται στη βάση της ανατροπής της επίθεσης του συστήματος είτε με Μνημόνια εκφράζεται αυτή, είτε με Μεσοπρόθεσμα, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκφραστεί.
Που θα απορρίπτει τις «λύσεις» που κάθε τόσο σερβίρουν τα μαγειρεία του συστήματος, όποια μορφή κι αν αυτές κάθε φορά παίρνουν.
Που θα απορρίπτει κάθε λογής αυταπάτες και θα πετάει στα σκουπίδια τις λογικές που αναζητούν «εύκολες λύσεις» στα πλαίσια του συστήματος.
Ένα Μέτωπο που θα στηρίζεται στον λαό και τον αγώνα του και που ανεξάρτητα από αδυναμίες που αναπόφευκτα θα εμφανίζει, αποτελεί την μόνη δύναμη που μπορεί να ανακόψει-ανατρέψει την επίθεση του συστήματος.
Ένα Μέτωπο κι ένας αγώνας που μόνο στα πλαίσιά του μπορούν να διαμορφωθούν όροι και προϋποθέσεις για να τεθούν στην ημερήσια διάταξη ευρύτεροι στόχοι και να ανοίξουν δρόμοι για συνολικότερες απαντήσεις στα προβλήματα του λαού και της χώρας.
Ένα Μέτωπο που τα στοιχεία του ήδη εμφανίζονται, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε δρόμους και σε πλατείες, στους πολύμορφους αγώνες των εργαζόμενων, της νεολαίας και συνολικά του λαού μας.
Άμεση συνεπώς προτεραιότητα η υποστήριξη, διεύρυνση, ενδυνάμωση, ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός των πολύμορφων εστιών αντίστασης που γεννιόνται και δραστηριοποιούνται σε όλους τους χώρους. Σε εργοστάσια και ορυχεία. Σε χωράφια και λιμάνια. Σε χώρους δουλειάς και χώρους εκπαίδευσης. Σε χωριά και γειτονιές. Σε δρόμους και πλατείες. Αυτές που είτε μικρές, είτε μεγάλες, είτε μ’ αυτή τη μορφή, είτε την άλλη αποτελούν τα φυτώρια όπου αναπτύσσονται τα φύτρα τής συγκρότησης του κινήματος.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να υπάρξουν και ευρύτερες αντιπαραθέσεις συνολικότερου και πολιτικού χαρακτήρα.
Δεν μπορεί κανείς να πει ποιων διαστάσεων, ποιων χαρακτηριστικών μπορεί να πάρουν, ούτε ποια συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα μπορεί να έχουν, ούτε ακόμη ποιες μέλλεται να ακολουθήσουν. Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο συνεχών αντιπαραθέσεων ή και αναμετρήσεων ανάμεσα στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία από τη μια και τις δυνάμεις του συστήματος από την άλλη.
Ταυτόχρονα χρειάζεται να είναι κατανοητό ότι οι «μικρές» καθημερινές μάχες στις διάφορες εστίες αντίστασης είναι που διαμορφώνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, επιδρούν σε σημαντικό βαθμό στα χαρακτηριστικά, τις διαστάσεις, την αποτελεσματικότητα των κεντρικότερων αντιπαραθέσεων.
Με τη σειρά τους αυτές οι συνολικές αντιπαραθέσεις είναι που «συνενώνουν», συνεκφράζουν σε υψηλότερο-πολιτικό επίπεδο τις διαθέσεις και τη δυναμική που αναπτύσσεται στα πλαίσια της καθημερινής πάλης. Ταυτόχρονα και ανεξάρτητα των άμεσων αποτελεσμάτων δίνουν -όπως ήδη συμβαίνει μετά το πρόσφατο ξέσπασμα- ισχυρή ώθηση στη δημιουργία και ανάπτυξη των πολύμορφων εστιών αντίστασης σε διάφορους χώρους.
Αυτή είναι η διαλεκτική της πάλης. Η αντίσταση, η δουλειά, η πάλη σε οποιοδήποτε χώρο στηρίζεται -ακόμα κι αν «δεν φαίνεται»- στη δουλειά που γίνεται σ’ όλους τους άλλους χώρους και με τη σειρά της προσφέρει τη δική της συμβολή στη συνολική πάλη. Οι «κρούσεις» της νεολαίας προσφέρουν την φρεσκάδα και την ορμή τους στο κίνημα. Ταυτόχρονα η σύνδεσή τους με τον αγώνα του εργαζόμενου λαού τις «προικίζει» με επιμονή, διάρκεια, αντοχή.
Στην ίδια διαλεκτική υπόκειται και η δράση των συγκροτημένων πολιτικών δυνάμεων. Αντικειμενικά μπορούν να έχουν έναν σημαντικό ρόλο τόσο στην ενίσχυση των εστιών αντίστασης όσο και στο πεδίο των συνολικότερων αντιπαραθέσεων. Από την άλλη μεριά και οι ίδιες θα ενισχύονταν σημαντικά στη βάση μιας τέτοιας συμβολής. Είναι άλλο ζήτημα και αναφέρθηκα ήδη σ’ αυτό, το αν και σε ποια βάση ευθύνης αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά.
Για την Κοινή Δράση
Ιδιαίτερη σημασία έχει και όλο και μεγαλύτερη αποκτάει σε σχέση με όλες αυτές τις εξελίξεις το ζήτημα της Κοινής Δράσης.
Ένα ζήτημα που για ένα ολάκερο προηγούμενο διάστημα υποτιμήθηκε, απαξιώθηκε έως και λοιδορήθηκε. Αυτή η υπενθύμιση έχει ένα και μόνο νόημα. Για να κατανοηθεί καλύτερα και να αντιμετωπισθεί αυτό που συμβαίνει σήμερα. Επειδή, παρά την ρητορική αποδοχή της από όλους, στην πραγματικότητα συνεχίζει να απαξιώνεται. Καθόλου τυχαία. Όσο απλή και αυτονόητη φαίνεται η αναγκαιότητά της, άλλο τόσο δύσκολα «κατανοείται» από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Ακριβώς επειδή δεν είναι ζήτημα «κατανόησης» αλλά πολιτικής αντίληψης. Χρειάζεται συνεπώς να διευκρινιστούν ορισμένα ζητήματα.
Κοινή (ή μετωπική) δράση σημαίνει κατ’ αρχάς το -αυτονόητο- ότι στα πλαίσιά της δρουν διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Τα υποτιθέμενα «Μετωπικά» ή σχήματα «Κοινής Δράσης» που αποτελούνται μόνο από ομοϊδεάτες, όπως αυτά που βλέπουμε σε σχήματα που στήνονται από το ΚΚΕ μέχρι τους …αναρχικούς και που δεν μπορούν να «υποφέρουν» ούτε καν την παρουσία άλλων, είναι απλώς φάρσα. Κοινή δράση σημαίνει όχι απλώς αποδοχή αλλά επιδίωξη συμμετοχής ευρύτερων δυνάμεων με ένα βασικά προαπαιτούμενο. Την αποδοχή του στόχου ή στόχων στη βάση των οποίων συγκροτείται κάθε φορά το συγκεκριμένο σχήμα Κοινής Δράσης. Ταυτόχρονα σημαίνει όχι απλά αποδοχή αλλά και σεβασμό στην ιδιαιτερότητα της κάθε συνιστώσας. Όχι από «αβρότητα» αλλά σαν έκφραση σεβασμού στην αναγκαιότητα επίτευξης των στόχων στη βάση των οποίων συστήνεται το σχήμα. Επειδή οι καπελωματικές μεθοδεύσεις σαν αυτές στις οποίες κατά συρροή επιδίδονται έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα. Την υπονόμευση της Κοινής Δράσης ή ακόμη και την ανατίναξη των επιδιώξεών της μια και καμία δύναμη δεν είναι διατεθειμένη να φορέσει το καπέλο κάποιας άλλης. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου παραίτηση από απόψεις και θέσεις της κάθε οργάνωσης. Ίσα-ίσα. Συνδέεται και συνεπάγεται την αναγκαιότητα της ιδιαίτερης προβολής των θέσεων της κάθε οργάνωσης, την αντιπαράθεση απόψεων, σαν στοιχείο γονιμοποίησης και ενδυνάμωσης της όλης κίνησης.
Μια τέτοια αντίληψη πραγμάτων δεν υπαγορεύεται καθόλου από μια ιδεαλιστική αντίληψη του ζητήματος από μια καλοκάγαθη διάθεση να βρεθούμε μαζί και «να τα βρούμε». Στηρίζεται σε συγκεκριμένο πολιτικό σκεπτικό και έχει αφετηρία της συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις. Στηρίζεται κατ’ αρχάς στην άποψη ότι τις απαντήσεις σ’ αυτό ή εκείνο το πρόβλημα του λαού δεν τις δίνει αυτό ή εκείνο το κόμμα ή οργάνωση. Και δεν τις δίνει επειδή απλούστατα δε μπορεί να τις δώσει. Μπορεί να τις δώσει μόνο η μαζική, οργανωμένη, λαϊκή πάλη. Αυτή είναι η βάση θεώρησης -και- αυτού του ζητήματος. Αυτή την αλήθεια ο λαός στις περιπτώσεις που κινητοποιείται σε σχέση με τα προβλήματά του δεν χρειάζεται ιδιαίτερα «μαθήματα» ή παραινέσεις για να την αντιληφθεί. Την αντιλαμβάνεται σαν κάτι το αναγκαίο και υιοθετεί σαν κάτι το αυτονόητο, πρακτικές κοινής δράσης.
Το πρόβλημα αφορά τις δυνάμεις που δρουν στα πλαίσιά του και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους. Είναι μάλιστα η δική τους πολιτική και δράση που σε πολλές περιπτώσεις κατορθώνει να «βραχυκυκλώσει» τις τάσεις και διαθέσεις που αναπτύσσονται στον κόσμο.
Αυτή η αδυναμία «κατανόησης» αυτής της απλής αναγκαιότητας έχει την κατ’ αρχάς αφετηρία της στην απουσία κινηματικής αντίληψης ή στην ανεπαρκή έως και στρεβλή κατανόησή της.
Με τη σειρά της αυτή εκπορεύεται από συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις και οι οποίες διαμορφώνουν αντίστοιχες πολιτικές κατευθύνσεις.
Και για να γίνομαι πιο συγκεκριμένος, διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος υπαγορεύει η αντίληψη που θεωρεί ότι τις απαντήσεις τις δίνει η μαζική, οργανωμένη, λαϊκή πάλη και διαφορετική εκείνη που αναζητάει αυτές τις λύσεις στις -επόμενες κάθε φορά- εκλογές. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το ζήτημα η πρώτη άποψη βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με την γενική κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Αντίθετα, η δεύτερη υπακούει στην άποψη «αλίευσης» δυνάμεων σαν βάση στήριξης οπορτουνιστικών πολιτικών κατευθύνσεων. Σε τελευταία ανάλυση αυτό που αναδείχνεται εδώ είναι και ένα ζήτημα εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνης στον λαό, εμπιστοσύνης ενός κόμματος (ή οργάνωσης) στον εαυτό του, στις θέσεις, τις απόψεις του, στην πολιτική του γραμμή. Εμπιστοσύνης στη δυνατότητα του κινήματος να θέτει σε δοκιμασία, να αναδείχνει, να αναδιαμορφώνει ή και να απορρίπτει θέσεις και απόψεις. Στη βάση όλων αυτών είναι που το ζήτημα της Κοινής Δράσης αποτελεί, ως ένα μόνο βαθμό, ζήτημα πειθούς και περισσότερο ζήτημα πάλης.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο. Ολοφάνερα αναφέρθηκα σε «πολλά». Το πιο πιθανό είναι ότι παρέλειψα περισσότερα. Όμως η συζήτηση συνεχίζεται. Σε κείμενα και στον «δρόμο». Έτσι κι αλλιώς οι απαντήσεις βρίσκονται μπροστά. Στα ζητήματα που θέτει η ταξική πάλη, που ολοένα και οξύνεται.
Στους αγώνες που έρχονται. Στις τάσεις που θα εμφανίσουν. Στις δυνάμεις που θα αναδείξουν. Ο δρόμος που έχουμε να ακολουθήσουμε είναι αυτός που θα χαράζουν τα βήματά μας. Η διέξοδος για τους λαούς θα ‘ναι αυτή που θα ανοίξουν με τον αγώνα τους. Ο νέος κόσμος, ο σοσιαλισμός που προσδοκούν θα ‘ναι αυτός που θα χτίσουν οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες, τη δική τους δουλειά, τους δικούς τους αγώνες.
Βασίλης Σαμαράς