Kάτοικοι Στοκχόλμης
(Invånare i Stockholm)
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Μάρθα
Μητέρα
Πατέρας (Ακούγεται η φωνή του, μπορεί να
ντουμπλαριστεί από κάποιον άλλον ηθοποιό.)
Κωνσταντίνος
Άννα- Μαρία (Anna- Maria)
Γιούαν (Johan)
Μωρό (Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια κούκλα.)
Γιατρός
Δυο νοσοκόμοι
(Θεατρικό - 2009: Προτεινόμενο από τον συγγραφέα για την πρώτη γνωριμία με το έργο του.)
Η μετανάστευση και το σοκ που επιφέρει η απώλεια του ''Παραδείσου''. Το άλλο δεν το αισθάνεται η ψυχή μας. Ο Ηράκλειτος ομολογεί την συγκατοίκηση με τους νεκρούς. Το ίδιο είναι και ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο... Οι δύσκολοι δρόμοι της κατάθλιψης. Η ζωή γεννιέται αναπάντεχα όμως και φέρνει τη λύτρωση.
Ευχαριστώ τη φίλη μου Hanna Björk για την πολύτιμη μεταφραστική της συμβολή στα σουηδικά αποσπάσματα του έργου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:
ΠΡΩΤΗ (ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ) ΠΡΑΞΗ
(Ισόγειο διαμέρισμα στη Στοκχόλμη. Όπως βλέπει το κοινό δεξιά η κουζίνα, αριστερά το καθιστικό [ενιαία]. Τα δωμάτια ξεχωρίζουν από το χρώμα τους, η κουζίνα σε πράσινο ανοιχτό, σαν ανακατεμένο με λευκό, το καθιστικό κόκκινο, ξεθωριασμένο. Η κουζίνα σε ακαταστασία, μια ζακέτα πεταμένη σε μια καρέκλα, με χαρτιά στη μια της τσέπη, άπλυτα κατσαρολικά στον πάγκο της [αυτός στο πίσω μέρος της κουζίνας], ένα ταψί που έχει βγει λίγο νωρίτερα απ’ το φούρνο. Τα πατώματα ξύλινα, αγυάλιστα. Ένα μεγάλο τραπέζι σε στυλ ΙΚΕΑ, από σουηδικό ξύλο, ανάμεσα στα δυο δωμάτια. Γύρω απ’ το τραπέζι καρέκλες με μπλε μαξιλαράκια. Σ’ ένα μικρό έπιπλο, στο προσκήνιο, μια τηλεφωνική συσκευή. Στο καθιστικό, τετραθέσιος καναπές με φαρδιές μπλε μαξιλάρες. Η μητέρα [προχωρημένης ηλικίας] κοιμάται σ’ αυτόν, σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Ένα χαμηλό τραπεζάκι μπροστά απ’ τον καναπέ. Πάνω απ’ τον καναπέ κρεμασμένη μια ονειροπαγίδα, ηχεί όταν ανοίγουν οι πόρτες ή τα παράθυρα. Πίσω απ’ τον καναπέ, μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία. Στο πλάι της, ένα ρολόι τοίχου. Κοντά στο μεγάλο τραπέζι, στραμμένη προς το καθιστικό, μια τηλεόραση. Επάνω στην οριζόντια επιφάνειά της, ένα ζωγραφιστό ξύλινο αλογάκι που είναι χαρακτηριστικό διακοσμητικό στη Σουηδία κι ένα φωτογραφικό άλμπουμ, κλειστό. Στο μπροστινό μέρος της κουζίνας, η είσοδος του διαμερίσματος. Παπούτσια βγαλμένα δίπλα στο χαλάκι της εισόδου κι ένας καλόγερος με κρεμασμένα ρούχα. Στην πίσω πλευρά του καθιστικού δυο πόρτες που οδηγούν σε άλλα δωμάτια [υπνοδωμάτια πιθανότατα]. Στη δεξιά πλευρά της κουζίνας και πάνω απ’ τον πάγκο της, μεγάλη τζαμαρία χωρίς κουρτίνες που βλέπει σε πάρκο με οξιές [το δωμάτιο σαν ανοιχτό στον έξω χώρο]. Πίσω απ’ το πάρκο ένας δρόμος, χωρίς κίνηση. Στο περβάζι της τζαμαρίας αλλά και σε άλλα σημεία του σπιτιού, γλαστράκια με λουλούδια [κάπως μαραμένα]. Καιρός συννεφιασμένος. Η Μάρθα στην κουζίνα [περίπου τριάντα χρονών, ίσως λιγότερο, έγκυος στο μήνα της, κοιλιά ολοστρόγγυλη]. Βηματίζει νευρικά, κάπως αδέξια λόγω του ανοικονόμητου σχήματός της. Κοντοστέκεται, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο, κοιτάζει ύστερα το ρολόι. Έχει κάτι κατά νου αλλά κάτι την εμποδίζει την ίδια ώρα. Παρατηρεί τη μητέρα της που κοιμάται, αυτή κάνει έναν ελαφρύ, τελευταίο ύπνο, στριφογυρίζει σαν να προσπαθεί, μαζί με την κουβέρτα που γλιστρά από πάνω της, να μην αποχωριστεί και τον ύπνο της. Η Μάρθα ανοίγει τη βρύση της κουζίνας την ώρα που συνεχίζει να παρατηρεί με την άκρη του ματιού τη μητέρα της. Αίσθηση πως οι ενέργειές της δεν έχουν συγκεκριμένο νόημα, ίσως όμως να σφάλλουμε. Δυναμώνει τη ροή. Παίρνει ένα κουτάλι και το κρατά με τα δυο της δάχτυλα. Το αφήνει να πέσει στο νεροχύτη, όχι από μεγάλο ύψος. Η εντύπωσή της σχετικά με τον ήχο που θα παραγόταν είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που περίμενε. Μετανιώνει αν και είναι σίγουρη πως κάτι ισχυρό την παρακίνησε. Παραμένει ακίνητη λες κι έτσι θ’ απορροφήσει το θόρυβο. Η μητέρα ξυπνά.)
ΜΗΤΕΡΑ Μάρθα! (Η Μάρθα στρέφεται προς το μέρος της.) Τι ώρα είναι;
ΜΑΡΘΑ Δώδεκα.
ΜΗΤΕΡΑ Ναι;... Έχει ζέστα κάτω απ’ την κουβέρτα…
ΜΑΡΘΑ Θα σε σκεπάσω. (Πηγαίνει κοντά της. Την ανασηκώνει, βάζει μια μαξιλάρα κάτω απ’ την μέση της και τη σκεπάζει.) Σ’ αρέσει;
ΜΗΤΕΡΑ Πως!
ΜΑΡΘΑ Έχει δεκαοχτώ βαθμούς σήμερα.
ΜΗΤΕΡΑ Ναι;
ΜΑΡΘΑ Ορίστε! (Παίρνει ένα θερμόμετρο εξωτερικού χώρου απ’ το τραπεζάκι και της το δείχνει.)
ΜΗΤΕΡΑ Δε βλέπω καλά ούτως ή άλλως!...
ΜΑΡΘΑ Όχι, δεκαπέντε.
ΜΗΤΕΡΑ Καλύτερα να μείνω τότε ακόμα κάτω απ’ την κουβέρτα. (Κάτι αναθυμάται.) Το παιδί;
ΜΑΡΘΑ Σήμερα είναι Πέμπτη! Πηγαίνει σχολείο!
ΜΗΤΕΡΑ Ούτε που σας άκουσα.
ΜΑΡΘΑ Δεν ξυπνάς ποτέ απ’ τις επτάμιση.
ΜΗΤΕΡΑ Στα νιάτα μου ξυπνούσα πολύ νωρίτερα από σένα, απ’ τις έξι…
ΜΑΡΘΑ Δε σου ζήτησα να το ξανακάνεις!
ΜΗΤΕΡΑ Κι όμως, αν θέλω – Μα βαριέσαι μετά από μια ολόκληρη ζωή τα ίδια – Ο χρόνος έχει καταντήσει στην ηλικία μου ατέλειωτος, δεν ξέρεις τι να τον κάνεις…
ΜΑΡΘΑ Εγώ σε ζηλεύω που ξυπνάς ύστερα από μένα και δεν είσαι αναγκασμένη να με περιμένεις να ξυπνήσω. Τι μαρτύριο! Σαν να είμαι αλυσοδεμένη πάνω στις ώρες ωσότου να σου μιλήσω!
ΜΗΤΕΡΑ Με το παιδί ποτέ δε θα ξεγνοιάσεις, μη σκας! – Απ’ τις επτάμιση είσαι ξύπνια;
ΜΑΡΘΑ Κοιμήθηκα ακόμα μια ώρα μετά. Απόψε μ’ άφησε! – (Δείχνει την κοιλιά.)
ΜΗΤΕΡΑ Τα άτιμα, από την κοιλιά πρέπει να τα φροντίζεις! –
ΜΑΡΘΑ Όμως αυτός ο πόνος, μητέρα!... Δε μου αρέσει –
ΜΗΤΕΡΑ Δεν είσαι δα και πρωτάρα!
ΜΑΡΘΑ Πάντα ήταν έτσι γλυκός… Γι’ αυτό το λόγο, μου φαίνεται, με εξαπατούσε!
ΜΗΤΕΡΑ Ο γιατρός σου είπε πως θα γεννηθεί μια χαρά! Δε σ’ άκουσα να φωνάζεις καθόλου το βράδυ.
ΜΑΡΘΑ Δε μ’ ενόχλησε χθες. Ίσως γι’ αυτό το σπίτι μοιάζει τόσο ήσυχο απόψε. Μα όταν γίνεται αυτό ξέρω πως παίρνει την εκδίκησή του μετά.
ΜΗΤΕΡΑ Να σου πιει όλο το αίμα! – Τρία κιλά πρέπει να βγει!
ΜΑΡΘΑ Προσπαθώ να μη σε ξυπνήσω κι εσένα κι αυτό τα βουβαίνει όλα περισσότερο! Πόσο βασανιστικά περνά η ώρα σαν βλέπεις κάποιον να κοιμάται!
ΜΗΤΕΡΑ Χειρότερα όταν βλέπεις ένα νεκρό!
ΜΑΡΘΑ (Αντιδρώντας.) Μητέρα!
ΜΗΤΕΡΑ Αστείο!... Μην ανησυχείς, έχω συνηθίσει το θόρυβο! Το σπίτι μας ήταν πάνω από την αγορά κι, όπως ξέρεις, γινόταν πανζουρλισμός.
ΜΑΡΘΑ Εγώ ήμουν στη θεία τα καλοκαίρια, όταν ερχόταν ο περισσότερος κόσμος, και δεν –
ΜΗΤΕΡΑ Ρώτησε τότε τα μεγαλύτερά σου αδέρφια! Εσύ βέβαια συνήθιζες πάντα να φεύγεις –
ΜΑΡΘΑ Μητέρα! Το λες αυτό επειδή – ;
ΜΗΤΕΡΑ Για τίποτα δε το λέω! Όμως ήταν βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα έφευγες! Βέβαια η ζωή μας είναι μια αδιάκοπη σειρά υποχρεώσεων, κι αυτό δε μπορεί να το αποφύγει κανείς. Όμως φταίω κι εγώ που σ’ άφηνα! Ποτέ δεν είσαι ίδιος όταν αλλάζει κάτι στη ζωή σου, σε απαιτούν και τ’ άλλα μέρη που πηγαίνεις έστω κι αν δεν το καταλαβαίνεις. Εσύ δε ζητάς κάτι, σε ζητούν όμως αυτά. Και τα παιδιά που θα κάνεις – αυτά δε σε ζητούν απλά, σε κλέβουν! Ας μην το συζητάμε παραπάνω! – Κιόλας δωδεκάμιση!
ΜΑΡΘΑ Περνά γρηγορότερα η ώρα όταν μιλάμε. Φαίνεσαι καλύτερα πάντως σήμερα...
ΜΗΤΕΡΑ Μόνο αυτός ο πόνος μες στα κόκαλα –
ΜΑΡΘΑ Επειδή έβρεξε το πρωί… Ελπίζω, μητέρα, να μη σου κάνει κακό αυτός ο καιρός. Πίστευα ότι το καλοκαίρι θα κρατήσει περισσότερο…
ΜΗΤΕΡΑ Φταίει ο καιρός αν εγώ είμαι σαράβαλο;! Αν πίστευα πως θα μείνω για πάντα νέα θα τα `βαζα με τα κόκαλά μου, μα επειδή αυτά δε μου φταίνε σε τίποτα τα ευχαριστώ που μου κάνουν τη χάρη να με κουβαλούν ακόμα!
ΜΑΡΘΑ Οι γιατροί εδώ είναι οι καλύτεροι!
ΜΗΤΕΡΑ Ποιοι;! Οι γιατροί;... Αυτοί εκμεταλλεύονται απλά το γεγονός ότι θα πεθάνουμε όλοι μια μέρα! Ήσουν πάντα τόσο ελάχιστα πρακτική! Πιστεύεις ότι χρειάζομαι τίποτ’ άλλο τώρα πέρα απ’ τον καλό σου λόγο; Μην πικραίνεσαι καθόλου για πράγματα που δεν αλλάζουν… Η ζωή, κόρη μου, είναι για σας! Το παιδί που μεγαλώνεις είναι το σημαντικότερο που έχεις να κάνεις. Θα πληρωθείς άλλωστε γι’ αυτόν τον κόπο σου πολύ καλά σε λίγο!
ΜΑΡΘΑ Μητέρα, δε θέλω ν’ αμελήσω τις φροντίδες μου για σένα εξαιτίας του!
ΜΗΤΕΡΑ Ορίστε;!... Εσύ ποτέ δεν αγωνιούσες να φτάσει η φροντίδα σου στους άλλους, πίστευες πως αρκούσε η επιθυμία σου για να συμβεί κάτι τέτοιο. Τι άλλαξε;! Νομίζω πως ο λόγος που με φροντίζεις είναι για να μην υποθέσω πως δεν επιτελείς ακέραιο το χρέος σου προς εμένα! Έπαψες θαρρώ να ζυγίζεις το βάρος των πραγμάτων!... Λες αυτό να οφείλεται στο ότι δε δούλεψες ποτέ στη ζωή σου;!
ΜΑΡΘΑ Δε δούλεψα; Μου το έχεις ξαναπεί αυτό… Και στον ‘‘Παράδεισο’’;!
ΜΗΤΕΡΑ Ποιον;!
ΜΑΡΘΑ Έλα –
ΜΗΤΕΡΑ Στην ρεσεψιόν;… Αυτό το ξέχασα…
ΜΑΡΘΑ Είδες;!
ΜΗΤΕΡΑ Ξεχνώ μου φαίνεται περισσότερο τον τελευταίο καιρό!
ΜΑΡΘΑ Δεν πειράζει...
………………………………………………………………………………………………………………………………………
(παρακάτω) ………………………………………
ΜΗΤΕΡΑ Πάψε να κατηγορείς τον εαυτό σου μόνο και μόνο επειδή τον αγαπάς! Κι αυτός ασφαλώς κάτι τέτοιο νιώθει για σένα! Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν τόσο περιποιητικός μαζί σου! Δίχως άλλο υποφέρει μακριά σου!
ΜΑΡΘΑ Αυτός υποφέρει! – Εγώ όχι τόσο! – Δε μπορώ να νοιαστώ πια τους άλλους!
ΜΗΤΕΡΑ Σου λείπει απλά ο άντρας σου – Μετά από τόσα χρόνια η συνήθεια έκανε απαραίτητο τον έναν για τον άλλον.
ΜΑΡΘΑ Εγώ θα είμαι μια βαρετή συνήθεια!
ΜΗΤΕΡΑ Τη συνήθεια τη βρίζεις όταν την έχεις αλλά όταν την χάσεις τότε καταλαβαίνεις την αξία της. Εγώ τον πατέρα σου όλο τον παίδευα μα τώρα που δεν τον έχω κοντά μου δεν έχω ποιον να βρίζω. Ευτυχώς που όταν γερνάς έχεις σκεφτεί από πριν ότι πολλά πράγματα θα τα αποχωριστείς κι αυτό τα κάνει κάπως ευκολότερα… Μα τι λέω; – Αφού θα τον ξανανταμώσω!… Έτσι είναι, κόρη μου, όλοι οι ερωτευμένοι! Πέφτουν όπως εσύ σε χειμερία νάρκη για να ξυπνήσουν μόνο όταν βρεθούν κοντά ο ένας στον άλλον! Θα μου πεις, εσείς το παθαίνατε αυτό κι όταν ήσασταν μαζί, που να σκεφτείτε με καθαρό μυαλό!!! – Αυτό ήταν πρόβλημα!… Όμως ας μην κάνουμε τη ζωή μας πιο αβάσταχτη! Κι ο Γιούαν αφού τώρα αναγκάζεται να κάνει και δεύτερη δουλειά θα `πρεπε να βγαίνει καμιά βόλτα με το ξάδερφό του για να ξεσκάσει που και που ή να ξοδεύει λίγα χρήματα για τον εαυτό του.
ΜΑΡΘΑ (απογοητευμένη) Να βρει μια Νορβηγίδα…
ΜΗΤΕΡΑ Βαρέθηκα! Πρόσεξε μη βγουν αληθινές οι ευχές σου! Νομίζω καλύτερα να ψάξεις για μια δουλειά, να καθαρίσει λίγο το μυαλό σου! Έτσι θα βοηθήσεις και τον Γιούαν... Μα φυσικά θ’ αναγκαστείς να το κάνεις αν πας κάποια στιγμή κοντά του!…
ΜΑΡΘΑ Πάλι;!... Τόσο κόπο έκανα για να συνηθίσω εδώ!
ΜΗΤΕΡΑ Δεν είμαι το ίδιο υπομονετική! Φτάνει! Τι ώρα πήγε; Δεν ήρθε αυτή;
ΜΑΡΘΑ Έρχεται μετά τη δουλειά της!
ΜΗΤΕΡΑ Θα βγω. Μα τι κλεισούρα έχει εδώ μέσα!
ΜΑΡΘΑ Η Άννα- Μαρία λέει πως ακόμα έχει κρύο –
ΜΗΤΕΡΑ Πρόσεξε μη σε καταπιεί αυτή, κακομοίρα μου! Και το παιδί που περιμένεις θα έμενε για πάντα μες στην κοιλιά σου αν είχε το δικό σου φόβο! (Σηκώνεται.)
ΜΑΡΘΑ Που πας;!
ΜΗΤΕΡΑ Στο σιντριβάνι. Ευκαιρία, βγήκε λίγο ήλιος –
ΜΑΡΘΑ (Διστακτικά.) Ο Κωνσταντίνος θα `ρθει όπου να `ναι! –
ΜΗΤΕΡΑ Δε θα πάθεις τίποτα αν μείνεις για λίγο μόνη σου! Μια ζωή θα κρέμεσαι απ’ τη φούστα μου;! Άλλωστε δεν είναι η θέση μου αιώνια εδώ! Μα αν με χρειαστείς να στείλεις το παιδί να με φωνάξει! Μα ούτε αυτό το αφήνεις να πάει μόνο του πουθενά, ξέρω… Τότε βάλε μου μια φωνή! Τα ελληνικά τ’ ακούω από μακριά, είναι φτιαγμένα γι’ αυτά τ’ αυτιά μου, τ’ ακούω από τότε που γεννήθηκα, μόνο για τις άλλες γλώσσες είμαι κουφή!
ΜΑΡΘΑ Μητέρα… – Να προσέχεις!…
ΜΗΤΕΡΑ Ώχου! Σάμπως θα πάθω κάτι παραπάνω απ’ ότι έχω πάθει;! Οι γιατροί δε μπορούν άλλο να με τρομάξουν! Χα!... Τώρα τα βλέπω αφ’ υψηλού… Μ’ αρέσει να θαυμάζω τ’ ανθρώπινα μόνο!...
(Κατευθύνεται σαν εκκρεμές προς την έξοδο δεξιά. Η Μάρθα την ακολουθεί με το βλέμμα της. Όταν βγει πηγαίνει και κλείνει την πόρτα πίσω της. Βλέπει το χαλάκι της εισόδου, συγυρίζει τα παπούτσια τα σπρώχνει με τα πόδια της επειδή δε μπορεί να σκύψει. Πηγαίνει στο καθιστικό, βλέπει το άλμπουμ πάνω στην τηλεόραση, το παίρνει στα χέρια της, το ανοίγει τυχαία. Παρατηρεί την κουζίνα, σε ακαταστασία. Αφήνει το άλμπουμ στο τραπεζάκι ανοιχτό, πηγαίνει στην κουζίνα και αρχίζει να πλένει τα πιάτα. Δεν συγκεντρώνεται αφού αναθυμάται κάτι άλλο. Τινάζει τα χέρια της, ανοίγει το ψυγείο και βγάζει ένα σκεπασμένο πιάτο από μέσα. Το βάζει πάνω στο τραπέζι. Πηγαίνει και συνεχίζει το πλύσιμο των πιάτων, που και που κοιτάζει το ρολόι [δείχνει μιάμιση τώρα]. Ούτε αυτό κρατάει για πολύ αφού τώρα βλέπει το ταψί με το ψητό, αποσπάται ξανά, παρατά το πλύσιμο, πηγαίνει και παίρνει μια πατάτα με το χέρι της και τη δοκιμάζει. Της λείπει λεμόνι, τη ραντίζει με χυμό και την τρώει ολόκληρη. Ακούει μια κόρνα αυτοκινήτου. Σκουπίζει βιαστικά τα χέρια της. Πηγαίνει προς την πόρτα. Η κόρνα ξανά. Η Μάρθα ανοίγει και κάνει νόημα προς τα έξω. Παρατηρούμε το βλέμμα της να ζυγώνει, μπαίνει ένα αγόρι περίπου επτά χρονών. Έχει καστανά μαλλιά και γλυκά χαρακτηριστικά. Το αγκαλιάζει.)
ΜΑΡΘΑ Αγάπη μου!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μαμά! (Κρεμιέται από πάνω της.)
ΜΑΡΘΑ Ωχ, βάρυνες… Βγάλε πρώτα τα παπούτσια σου. – Το μπουφάν δεν το φοράς;! (Το παιδί κρατά ένα πανωφόρι στα χέρια του).
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Είχε ζέστη.
ΜΑΡΘΑ Ο καιρός όμως αλλάζει πολύ γρήγορα!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Στο λεωφορείο, λέω, μαμά. Το ίδιο πάντως μας λέει κι η δασκάλα μας… Τι άλλο μας έμαθε σήμερα; Ξέρεις;
ΜΑΡΘΑ Πλύνε πρώτα τα χέρια σου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Σωστά.
(Το παιδί εξαφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο. Η Μάρθα αδειάζει τα βιβλία από τη τσάντα στο τραπέζι. Ξεσκεπάζει το πιάτο. Ντοματοσαλάτα με κομματάκια ψωμιού. Το παιδί εμφανίζεται πάλι. Περνώντας δίπλα απ’ τον καναπέ βλέπει με περιέργεια το άλμπουμ με τις φωτογραφίες.)
ΜΑΡΘΑ Δεν πεινάς; – Θα τις δούμε μετά αυτές! –
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πεινάω.
ΜΑΡΘΑ Κολατσιό έφαγες;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πως!
ΜΑΡΘΑ Θα φας τώρα τη σαλάτα γιατί μετά έχεις παιχνίδι. Όταν γυρίσεις τρως κανονικά!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Εντάξει!
ΜΑΡΘΑ Τι μάθατε λοιπόν σήμερα;!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Το αυτοκίνητο! Είναι ‘‘Μπιλ’’ (Βil). Η δασκάλα μου κόλλησε μάλιστα και αυτοκόλλητο στο τετράδιο.
ΜΑΡΘΑ Για να δω!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μου είπε και ‘‘μπρο’’ (bra)!
ΜΑΡΘΑ (Ξεφυλλίζει το τετράδιο του) Μπράβο!...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Ναι, ‘‘μπρο’’!
ΜΑΡΘΑ ‘‘Μπρο’’;…
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. ‘‘Μπρο’’ σημαίνει μπράβο!
ΜΑΡΘΑ (Με απορία.) Πως το ξέρεις;!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μας το έμαθε η δασκάλα.
ΜΑΡΘΑ Σας το έμαθε;!... Πως;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Να, η δασκάλα κοιτάζει το βιβλίο της και μου λέει πρώτα ‘‘μπράβο’’. Μετά λέει κολλητά ‘‘μπρο’’. Καταλαβαίνω πως όταν λέει ‘‘μπρο’’ εννοεί ‘‘μπράβο’’. Ύστερα το εξηγεί και στα άλλα παιδιά σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω και στο τέλος λέμε όλοι μαζί, εγώ πρώτα στους άλλους: ‘‘Αμπντουλάχ, μπρο! – Φιλίπ, μπρο! – Νικόλο, μπρο!’’
ΜΑΡΘΑ Έτσι;!...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Σήμερα μάθαμε και το ‘‘φαγητό’’!
ΜΑΡΘΑ Πως είναι;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. ‘‘Μοτ’’ (Μat).
ΜΑΡΘΑ Φάε ταυτόχρονα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Το ‘‘μοτ’’ μου;
ΜΑΡΘΑ Αυτό μου φαίνεται το `χω ξανακούσει...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Αλήθεια; Ξέρεις σουηδικά;!
ΜΑΡΘΑ Όχι! Στο `χω ξαναπεί ότι δεν ξέρουν όλοι οι άνθρωποι, Κωνσταντίνε!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Ο μπαμπάς όμως ξέρει...
ΜΑΡΘΑ Αυτός ξέρει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τότε γιατί δε μου μιλά τέτοια;
ΜΑΡΘΑ Δε σου μιλά; – Στην αρχή δε σου μιλούσε μόνο γιατί ήθελε να μάθεις τα ελληνικά! Δε θυμάσαι που σου έκανε κάποια στιγμή μαθήματα;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Αυτά τότε ήταν σουηδικά; Δεν το κατάλαβα.
ΜΑΡΘΑ Τέτοια ήταν!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μάλλον μπερδεύτηκα.
ΜΑΡΘΑ Επειδή δεν τα είχατε κάνει ακόμα στο σχολείο. Θα τα μάθεις όμως με τον καιρό.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μας ζήτησε ακόμα η δασκάλα να της πούμε που μένουμε.
ΜΑΡΘΑ Που;!... Η περιοχή μας λέγεται ‘‘Μαρία τόργιετ’’(Maria torget).
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. ‘‘Μαρία’’… Πώς να το γράψω;
ΜΑΡΘΑ Δεν είμαι σίγουρη…
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τότε… ‘‘Μαρία’’…
ΜΑΡΘΑ ‘‘Τόργιετ’’.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. (Το επαναλαμβάνει από μέσα του) Λίγο δύσκολο…
ΜΑΡΘΑ Θα σου το γράψει ο μπαμπάς όταν `ρθει!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Όχι! Εύκολο! ‘‘Μαρία’’ – Μόνο μην το μάθω και το ξεχάσω μετά!
ΜΑΡΘΑ Θα στο θυμίσω εγώ. – Φάε ταυτόχρονα!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τρώω!
ΜΑΡΘΑ Την προηγούμενη φορά σε περιμένανε.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Όλα τα παιδιά αργούν καμιά φορά!
ΜΑΡΘΑ Να σκέφτεσαι τι πρέπει να κάνεις εσύ, κι όχι τι κάνουν οι άλλοι!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Το άλλο λεωφορείο όμως έρχεται ένα λεπτό αργότερα απ’ το δικό μας.
ΜΑΡΘΑ Επειδή τα παιδιά αυτά μένουν πιο μακριά!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Το ξέρω. Βλέπεις πως τρώω τώρα;! Δε θέλω να χάσω το σημερινό γιατί θα παίξουμε ποδόσφαιρο!
ΜΑΡΘΑ Κάθε Πέμπτη το ίδιο δεν κάνετε;!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Σήμερα που έχει ήλιο όμως θα παίξουμε στο ανοιχτό γήπεδο, σε αληθινό γρασίδι!
ΜΑΡΘΑ Που είναι το –;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Το γήπεδο; Δεν είμαι σίγουρος. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας να δεις;
ΜΑΡΘΑ Μόνο στους αγώνες ξέρεις πως επιτρέπεται στους γονείς.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Ναι;! – Και πότε θα γίνουν;
ΜΑΡΘΑ Ρώτησε καλύτερα τον προπονητή σου να σου πει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πως;
ΜΑΡΘΑ Θα σας εξηγήσει αυτός κάποια στιγμή!...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Όταν γίνουν θα `ρθεις;!
ΜΑΡΘΑ Αν έχω γεννήσει πρώτα...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Θα πάρεις και το μωρό μαζί;
ΜΑΡΘΑ Στους πρώτους αγώνες σίγουρα όχι...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Ο μπαμπάς θα `ρθει;
ΜΑΡΘΑ Αν παίζεις Σαββάτοκύριακο, θα `ρθει.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τότε θα πιάσω όλα τα γκολ!
ΜΑΡΘΑ Θα `σαι τερματοφύλακας πάλι;…
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Ναι, όπως μου λες πως ειν’ καλύτερα εσύ! Έτσι δε θα με πονά ο λαιμός μου και η μέση μου όπως γίνεται όταν τρέχω.
ΜΑΡΘΑ Μπράβο!...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τ’ άλλα παιδιά όμως γιατί δεν πονάνε, μαμά;
ΜΑΡΘΑ Δεν –;… Πως! Υπάρχουν κι άλλα, Κωνσταντίνε –
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Δηλαδή κι αυτά πονούν σαν εμένα;
ΜΑΡΘΑ Τώρα πονάς;!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Όχι τώρα. Μόνο όταν τρέχω.
ΜΑΡΘΑ (Ανακουφισμένη) Είδες;…
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Το ξέρω! Όμως γιατί εγώ πονάω; –
ΜΑΡΘΑ Γιατί δεν είναι κακό να πονάει, Κωνσταντίνε, λίγο κανείς… Εγώ πως φώναζα χθες το απόγευμα!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Απ’ το μωρό;!
ΜΑΡΘΑ Ναι, απ’ το μωρό. Όμως δε μ’ έβλαψε λίγος πόνος κι ούτε σταμάτησα να το αγαπώ επειδή με πόνεσε λιγάκι. Σ’ αρέσει τερματοφύλακας;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Είμαι πολύ καλός! Ακόμα κι αν φάω γκολ ο προπονητής δε με μαλώνει! Μου μαθαίνει μόνο πώς να το πιάσω την επόμενη φορά!
ΜΑΡΘΑ Αυτό πρέπει να σ’ ενδιαφέρει! Με τ’ άλλα παιδιά πως τα πάτε;!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Δε μπορώ να συνεννοηθώ μαζί τους. Παίζουμε μόνο μαζί. Όποτε βάζουμε γκολ όμως από `δω και πέρα θα τους φωνάζω ‘‘μπρο’’! Όταν έρθει το λεωφορείο θα βγεις στην πόρτα να τα χαιρετήσεις;
ΜΑΡΘΑ Ό,τι θέλεις, αγάπη μου! – Έφαγες;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μπορώ και δυο πατάτες;
ΜΑΡΘΑ Δύο μόνο. (Το παιδί πηγαίνει και παίρνει από το ταψί δύο πατάτες, τις δοκιμάζει.)
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μαμά, το παιδί τρώει ό,τι κι εγώ;
ΜΑΡΘΑ Φυσικά.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Δηλαδή του κρατάς κι αυτουνού φαγητό;
ΜΑΡΘΑ Πως αλλιώς;!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πιο λίγο όμως από μένα!
ΜΑΡΘΑ Ναι. Κι επειδή δεν έχει δοντάκια του μασώ πρώτα την τροφή ώστε να την τρώει μαλακιά!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Για να μεγαλώσει;!
ΜΑΡΘΑ Για να μεγαλώσει...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Μπορεί να μεγαλώσει όμως πιο γρήγορα από μένα!
ΜΑΡΘΑ Πως σου `ρθε αυτό;
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Δεν ξέρω. Εγώ μεγαλώνω άλλο ή σταμάτησα;
ΜΑΡΘΑ Είναι ανοησία να πιστεύεις –
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πως δεν το καταλαβαίνω όμως;
ΜΑΡΘΑ Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις εσύ, το καταλαβαίνουν όμως οι άλλοι αντί για σένα, Κωνσταντίνε!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Κι εσύ μεγαλώνεις σαν εμένα;!
ΜΑΡΘΑ Κι εγώ!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πάλι δεν το καταλαβαίνω –
ΜΑΡΘΑ Τι κουτός που είσαι, Κωνσταντίνε! Απλά ποτέ δεν το έχεις σκεφτεί! Όταν γυρίζει ο δείκτης του ρολογιού, όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν…
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Κι αν δε γυρνά;
ΜΑΡΘΑ Το ίδιο. Μόνο που τότε το καταλαβαίνουμε απ’ τον ήλιο που βγαίνει κάθε πρωί ή απ’ τα γενέθλια!...
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Εσύ δεν έχεις!
ΜΑΡΘΑ Κι εγώ έχω. Μόνο που δεν τα γιορτάζω. Τα γενέθλια τα γιορτάζουν τα παιδιά.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τότε αν είναι να μην τα γιορτάζω… δε θέλω να μεγαλώσω!
ΜΑΡΘΑ Καλά, μπορείς αν θες εσύ να τα γιορτάζεις! Το αδερφάκι σου όμως που θα `ναι μικρότερο από σένα θα τα γιορτάζει σίγουρα! Μα όταν μεγαλώσει κάποιος κάνει άλλα πράγματα που αξίζουν τον κόπο, Κωνσταντίνε… Πηγαίνει, ας πούμε, στο σχολείο – Κι αν μεγαλώσει το μωρό θα μπορείτε να παίζετε μαζί!
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Θα μου ρίχνει και σουτ!
ΜΑΡΘΑ Βέβαια.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Πρέπει να μεγαλώσει αρκετά πρώτα.
ΜΑΡΘΑ Αφού θα του λες εσύ να τρώει όλο το φαγητό του.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Θα με καταλαβαίνει στα σουηδικά;
ΜΑΡΘΑ Πρέπει να μάθει πρώτα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Θα `ναι το μωρό, μαμά, Σουηδός;
ΜΑΡΘΑ Δεν ξέρω… Μάλλον μισός… – Και μισός Έλληνας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Κι εγώ έτσι γεννήθηκα, μισός;
ΜΑΡΘΑ Κι εσύ μίσος Σουηδός, εξαιτίας του πατέρα σου που γεννήθηκε εδώ, σ’ αυτήν τη χώρα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Δε μου το έχετε ξαναπει!
ΜΑΡΘΑ Στο έχουμε. Μπορεί όμως να ήσουν μικρός και να μην το θυμάσαι.
ΚΩΝΣΤΑΝΤ. Τότε είμαι κι εγώ μισός σαν τ’ άλλα τα παιδιά! Τι ωραία! Ξέρω τότε τα μισά απ’ όσα ξέρουν κι εκείνα!
ΜΑΡΘΑ Και περισσότερα θα μάθεις με τον καιρό! – Κάτσε τώρα ακίνητος για να σε ντύσω...
(Ξεκρεμάει μια φόρμα απ’ τον καλόγερο της εισόδου. Ξεγυμνώνει το παιδί και το γυρίζει για να το ντύσει. Καθώς αυτό γυρνά βλέπουμε δυο μεγάλες άσχημες ουλές στον αυχένα του και στην οσφυϊκή του χώρα. Η μητέρα τις βλέπει κι αυτή, σφίγγεται η καρδιά της. Πάει να το χαϊδέψει στοργικά εκεί αλλά το χέρι της αποτραβιέται. Αν και το παιδί την είχε βοηθήσει προς στιγμήν να ξεχάσει η μνήμη της καραδοκεί ανελέητη. Στρέφει αλλού το πρόσωπό της για να κρύψει το βούρκωμά της. Δε θέλει να στενοχωρηθεί το παιδί και προσπαθεί να μεταμφιέσει τη διάθεσή της, το φιλά στο λαιμό με πάθος, το αγκαλιάζει. Το παιδί υπάκουο, αγαθό, αφημένο στις περιποιήσεις της.)
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
…………………………………………………….
ΜΑΡΘΑ (Καθαρίζει ηχηρά το λαιμό της) Χμ!...
(Η Άννα- Μαρία γυρνά προς το μέρος της. Η Μάρθα δείχνει το τραπέζι σαν να ζητάει να καθίσει εκεί. Η Άννα- Μαρία συγκατανεύει. Ξεκινά να κάνει τη λάντζα. Η Μάρθα βγάζει τα χαρτιά της κι ένα μολυβάκι απ’ τη ζακέτα της, τα ξεδιπλώνει πάνω στο τραπέζι. Όση ώρα η Άννα- Μαρία θα πλένει θα τραβά στα χαρτιά που και που καμιά μολυβιά. Αυτό θα γίνεται χωρίς ιδιαίτερη συγκέντρωση αφού κάποιες στιγμές το βλέμμα της παρασύρεται έξω απ’ το παράθυρο. Η παρακάτω σκηνή μπορεί να διαρκέσει κάμποσο. Κατά τη διάρκειά της η Άννα- Μαρία μιλά με διακοπές. Θα γυρνά ορισμένες στιγμές και θα κοιτάζει τη νύφη της. Αυτό δε θα αποδεικνύει κάποια βαθύτερη επικοινωνία. Ακόμα κι η αντίδρασή τους όταν τα βλέμματά τους θα διασταυρώνονται θα είναι περισσότερο αποτέλεσμα συνήθειας, δε θα υποδηλώνει κάτι περισσότερο.)
ΑΝΝΑ- ΜΑΡΙΑ Imorgon är det Stockholmsfesten!... Åttonde augusti 2008!... – Åttonde månaden! Åtta är Stockholms lyckonummer!... Alla telefonnummer börjar med 08!... Om vädret håller i sig så kommer alla vara ute! Vi kan följa festen på TV! – Om du inte föder i morgon förstås. Min väninna Hanna Begler födde tio minuter innan det nya året började – kan du tänka dig? – Läkarna skar upp nyårskakan när hon skulle föda!... De säger att barn som föds på årets första minut är lyckobarn – de visas alltid på TV!... Tror du att Johan vet om att det är Stockholmsfesten imorgon? (Αύριο έχει γιορτή στη Στοκχόλμη!… Οκτώ Αυγούστου 2008!... – Όγδοος μήνας! Το οκτώ ειν’ ο τυχερός αριθμός της Στοκχόλμης!… Όλα τα τηλέφωνα αρχίζουν από μηδέν- οκτώ!... Αν ο καιρός κρατήσει όλος ο κόσμος θα βγει! Εμείς μπορούμε να το δούμε απ’ την τηλεόραση! – Εκτός κι αν αύριο γεννήσεις... Η φίλη μου η Χάνα Μπέγκλερ γέννησε δέκα λεπτά πριν μπει ο νέος χρόνος – το ξέρεις; – Οι γιατροί κόβανε την πίτα τότε!… Τα παιδιά που γεννιούνται μες στο πρώτο λεπτό του χρόνου θεωρούνται τυχερά – τα δείχνουν όλες οι τηλεοράσεις!... Ο Γιούαν λες να ξέρει ότι αύριο είναι γιορτή όμως;) (H Μάρθα στρέφει προς το μέρος της.) Jag ska påminna honom! Det är så lugnt andra dagar i Stockholm och folk tror att det blir annorlunda när det är fest... Du, vet du vad en väninna sa till mig här på Maria Torget? (Εντάξει, θα του το θυμίσω εγώ! Είναι τόσο ειρηνικά συνήθως στη Στοκχόλμη που νομίζεις πως με τις γιορτές κάτι αλλάζει... Άκου, ξέρεις τι μου είπε μια γνωστή μου εδώ στο Μαρία Τόργετ;) (Η Μάρθα στρέφει πάλι.) Att det bara tar tjugo minuter att cykla hemifrån mig till jobbet! Hmm!... Nu när biljetterna ska bli dyrare tänker jag nog börja cykla i stället! Vad säger du?! Du, när du har fött så kan vi cykla tillsammans, så kanske du tappar några kilon från graviditeten... Jag är, i och för sig, inte tjock, men det har ingen betydelse, det är bra för hälsan att cykla! Jo, det finns förstås andra hälsosamma saker, som kärlek! Men vad är det jag sitter här och säger till dig som är så ung?!... Tur att du inte förstår mig! Min ålder är bara till för att ställa upp för andra... Plikten ger större mening med livet... Jag är så glad att du ska få barn, Martha! (Ότι είναι μόνο είκοσι λεπτά για τη δουλειά μου απ’ το σπίτι με το ποδήλατο! Χμ!... Τώρα που θ’ ακριβύνουν κι άλλο τα εισητήρια σκέφτομαι να το κάνω! Πως σου φαίνεται;! Άκου, μόλις γεννήσεις μπορείς να έρχεσαι κι εσύ μαζί μου αν θες για να χάσεις τα περιττά κιλά… Βέβαια εγώ είμαι λεπτή, μα δεν έχει σημασία, το ποδήλατο είναι υγιεινό! Θα μου πεις κι άλλα είναι υγιεινά, όπως ο έρωτας! Τι κάθομαι και σου λέω όμως εσένα που είσαι νέα;!... Ευτυχώς που δεν καταλαβαίνεις! Η ηλικία η δική μου είναι μόνο για να να υπηρετείς τους άλλους… Το καθήκον δίνει υψηλότερο νόημα στη ζωή… Μα χαίρομαι που θ’ αποκτήσεις παιδί, Μάρθα!) (Η Μάρθα γυρνά πάλι.) Du har haft det besvärligt, men nu kommer glädjen, min stackars liten! (Υπέφερες πολύ, όμως τώρα θα χαρείς, καημενούλα μου!) (Ξεπλένει τα χέρια της, βλέπει τη Μάρθα να διαβάζει.) Jag tror jag ska sätta på TV:n… (Λέω ν’ ανάψω την τηλεόραση…) (Η Μάρθα δεν της απαντά. Η Άννα- Μαρία ανοίγει την τηλεόραση. Ακούγονται σουηδικά να βγαίνουν απ’ αυτήν. Αν υπάρχει δυσκολία να βρεθεί το κατάλληλο πρόγραμμα μπορεί να γίνει χρήση μιας τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής εκπομπής απ’ το διαδίκτυο. Ενδιαφέρει να φανεί ότι το άκουσμα δεν έχει κανέναν αντίκτυπο στη Μάρθα. Κλεισμένη στα γραπτά της αλλά ανόρεχτα. Η Άννα- Μαρία κοιτάζει το πρόγραμμα κι αυτή χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Νιώθει μια στιγμή ότι η Μάρθα έχει στρέψει το βλέμμα της πάνω της, γυρνά και την κοιτάζει φευγαλέα κι αυτή. Τίποτα δεν αλλάζει, σαν να τις έχει κυριεύσει μια αίσθηση αποξένωσης. Κοιτάζει το ρολόι, σηκώνεται, τακτοποιεί βιαστικά τα μαξιλάρια στον καναπέ, διορθώνει διάφορα αντικείμενα. Τρεις και μισή.) Martha!... (Διστακτικά.) – jag måste gå… (– πρέπει να φύγω...) (Η Μάρθα αναθαρρεί επειδή δεν κατάλαβε. Η Άννα- Μαρία στρέφει το χέρι της πάνω στον εαυτό της και μετά δείχνει την πόρτα.) Jag måste gå!... (Πρέπει να φύγω!...)
ΜΑΡΘΑ (Απορώντας.) Φεύγεις;
ΑΝΝΑ- ΜΑΡΙΑ Jag har ett ärende! (Ξέρεις, έχω μια δουλειά!)
(Η Μάρθα την κοιτά απογοητευμένη, νιώθει τη ματαιότητα των πραγμάτων, έτοιμη να υποταχθεί και πάλι στο πεπρωμένο της.)
ΜΑΡΘΑ Θα έρθεις το βράδυ;!
ANNA- ΜΑΡΙΑ (Δεν καταλαβαίνει αρχικά.) I kväll?... Men självklart! – är du alvarlig?!... – Men om du får värkar så måste du ringa mig! (Το βράδυ;… – Μα φυσικά!... – Το συζητάς;!... – Αν πονέσεις να μου τηλεφωνήσεις όμως!) (Βάζει το χέρι της στην κοιλιά της Μάρθας και μετά δίπλα στο αυτί της σαν να δείχνει το ακουστικό του τηλεφώνου. Η Μάρθα καταλαβαίνει) Du ska säga: Kom! – Kom! – Okej?!!! (Θα πεις: Έλα! – Έλα! – Εντάξει;!!!)
ΜΑΡΘΑ (Κουνά καταφατικά το κεφάλι της.) ‘‘Κομ’’! (Κom!)
ΑΝΝΑ- ΜΑΡΙΑ Bra! Jättebra! Kom! (Μπράβο! Μπράβο!... Έλα!)
(Της κάνει νόημα με παντομίμα ότι θα ξανάρθει.)
ΜΑΡΘΑ Ναι.
(Το αποδέχεται παθητικά. Η Άννα- Μαρία το καταλαβαίνει, θέλει να την εμψυχώσει, της κάνει νόημα να περιμένει.)
ΑΝΝΑ- ΜΑΡΙΑ Vänta här! (Περίμενέ με εδώ!)
(Πηγαίνει και παίρνει τη σακούλα που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα. Την φέρνει στο τραπέζι, την ανοίγει, βγάζει από μέσα κάτι μωρουδιακά ρούχα: καλτσάκια, φορμάκια, μπλουζάκια λευκά και θαλασσιά, τα αραδιάζει όλα στο τραπέζι. Η Μάρθα σαστίζει. Η Άννα- Μαρία κάνει μια χειρονομία που σημαίνει: Από μένα για σένα! Η Μάρθα την κοιτάζει έκπληκτη, δείχνει συγκινημένη. Η κουνιάδα της ψάχνει με αγωνία μέσα στη σακούλα, βρίσκει μια κάρτα, της τη δείχνει.)
ΜΑΡΘΑ Μα αυτή είναι γραμμένη στα ελληνικά!... (Η Άννα- Μαρία συγκατανεύει.) Στην αγαπημένη μου, Μάρθα. Που την αγαπώ πολύ. Για το μωρό! – Θα μ’ αφήνεις που και που να φροντίζω, Μάρθα, τον Κωνσταντίνο;! Μα αυτά είναι τα γράμματα του Γιούαν!… Χρυσή μου, σε βοήθησε αυτός; Τι καλή που είσαι! Όποτε θες – Όποτε θες να το φροντίζεις!!! (Πέφτει στην αγκαλιά της με λυγμούς. Είχε μεγάλη ανάγκη να κλάψει κι έτσι αφήνει τα δάκρυά της να αναβλύσουν από τα μάτια της, χωρίς ενοχές. Η Άννα- Μαρία την αγκαλιάζει για να την παρηγορήσει, βουρκώνει κι αυτή.) Ναι, χρυσή μου! Όποτε θες θα το προσέχεις! (Παύση για μια στιγμή, προμηνύει την τελική παρόξυνση.) Τι έχω πάθει, Άννα- Μαρία;! Βοήθησέ με! Εσύ το αγαπάς! Εγώ μόνο έχω ξεχάσει ν’ αγαπώ!
ΑΝΝΑ- ΜΑΡΙΑ (Τη σφίγγει δυνατά πάνω της. Μένουν αγκαλιασμένες για κάμποσο.) Allt kommer gå bra!... Var inte orolig, vännen!... (Όλα θα πάνε καλά!... Μην ανησυχείς, καλή μου!...) (Κοιτάζει το ρολόι, τέσσερις παρά.) Oj… jag måste gå!... (Μα… πρέπει να φύγω!…) (Νιώθει ένοχη που πρέπει να την αποχωριστεί.) Jag måste gå, Martha! (Πρέπει να φύγω, Μάρθα!)
ΜΑΡΘΑ Θα ξαναρθείς;!
ΑΝΝΑ- ΜΑΡΙΑ (Στα ελληνικά.) ‘‘Ναι!’’ Om en timme säkert – (Σε μια ώρα σίγουρα –) (Πηγαίνει βιαστικά προς την έξοδο. Είναι σαστισμένη. Της κάνει την παντομίμα του τηλεφώνου ξανά.) Kom!... (Έλα!...)
(Η Μάρθα συγκατανεύει. Η Άννα- Μαρία βγαίνει. Η Μάρθα μόνη της πάλι, κοιτάζει την κάρτα αλλά της ξανάρχονται οι λυγμοί. Τυλίγει με τα χέρια της την κοιλιά της, κάποιος φευγαλέος σπασμός την συνταράζει, νιώθει υπεύθυνη για τη ζωή που κουβαλά, αισθάνεται ότι πρέπει να την προστατέψει. Συναισθηματικός και σωματικός πόνος μέσα της ένα κουβάρι. Θα `θελε να μην αντικρίζει το κοινό γιατί νιώθει διάφανη σε κάτι που της προκαλεί ντροπή. Η προηγούμενη παραφορά της, έχει ενεργοποιήσει τις συσπάσεις της μήτρας και γι’ αυτό αναγκάζεται να αναδιπλωθεί. Μαλάζει την κοιλιά της με μεγάλες περιστροφικές κινήσεις που τις ακολουθούν οι ώμοι της και σχεδόν ολόκληρο το κορμί της απ’ τη μέση και πάνω, της διαφεύγουν ταυτόχρονα μικροί βόγγοι. Προσπαθεί να διατηρήσει ένα ρυθμό στην προσπάθειά της με τα προηγούμενα. Ακούγεται το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Στρέφεται προς τα `κει, έχει την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον και τρέχει να το προφτάσει. Πλησιάζει με πλάγια βήματα, απλώνει το χέρι της βασανισμένα.)
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
………………………………..
(Ο Γιούαν έκπληκτος, δεν προφταίνει να το ξεκαθαρίσει. Βγαίνει ο γιατρός μαζί με την Άννα- Μαρία. Τα χέρια της ματωμένα. Κρατά το παιδί, τυλιγμένο με μια άσπρη πετσέτα. Ο Γιούαν στον γιατρό:)
ΓΙΟΥΑΝ Kan jag få prata med henne, bara en liten stund? (Μπορώ να της μιλήσω ένα λεπτό;!)
ΓΙΑΤΡΟΣ Bara i en minut! ( Μόνο ένα λεπτό!)
(Κάνει νόημα στους νοσοκόμους, αυτοί ακουμπούν το φορείο στον καναπέ. Η Άννα- Μαρία δίνει το παιδί στον Γιούαν. Αυτός το παίρνει αμήχανα και με θαυμασμό, το κρατά με λεπτότητα και το φέρνει μπροστά στο πρόσωπο της Μάρθας.)
ΜΑΡΘΑ Είναι αλήθεια, Γιούαν!
ΓΙΟΥΑΝ Το παιδί μας, Μάρθα!
ΜΑΡΘΑ Δεν πίστευα ότι θα έρθεις!
ΓΙΟΥΑΝ Ήρθα για να μείνω! Πήρα την άδεια, Μάρθα!
ΜΑΡΘΑ Την άδεια; –
ΓΙΟΥΑΝ Ναι. Και θα μείνουμε για πάντα στη Στοκχόλμη! Με προσέλαβαν εδώ, στο δημόσιο σχολείο. (Τον κοιτάζει, απορημένη.) Όχι, δεν είναι ένα από τα συνηθισμένα ψέματά μου! Θα είμαστε μαζί από `δω και πέρα, Μάρθα! Το ήξερα από χθες αλλά δεν ήθελα να στο πω, στο κρατούσα για έκπληξη!
ΜΑΡΘΑ Που να φανταστώ!... Θα `ναι πιο εύκολα τότε!
ΓΙΟΥΑΝ Δεν είναι μόνο αυτό! Το καλοκαίρι, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα θα έχω άδεια! Θα μπορούμε να πηγαίνουμε αν θες στην Ελλάδα.
ΜΑΡΘΑ Αλήθεια;!
ΓΙΟΥΑΝ Ναι.
ΜΑΡΘΑ Αφού μεγαλώσει λίγο πρώτα...
ΓΙΟΥΑΝ Θα μεγαλώσει πολύ γρήγορα.
ΜΑΡΘΑ Πήρες μήπως μαζί σου τη φωτογραφική μηχανή, Γιούαν;
ΓΙΟΥΑΝ Τι τη θες, αγάπη μου;
ΜΑΡΘΑ Θα σου πω αργότερα. Άκουσε πρώτα αυτό! Αποφάσισα να ξεκινήσω σουηδικά. Μπορείς να μου κάνεις εσύ μαθήματα;
ΓΙΟΥΑΝ Αν το θες τόσο! –
ΜΑΡΘΑ Είμαι εντελώς αποφασισμένη! Θα μελετάω νύχτα- μέρα! Όμως μη μ’ εμποδίσεις, Γιούαν!
ΓΙΟΥΑΝ Γιατί να το κάνω αυτό, αγάπη μου;
ΜΑΡΘΑ Σκέφτομαι ύστερα να πιάσω και μια δουλειά. Βαρέθηκα τη σιωπή αυτή μέσα στο σπίτι.
ΓΙΟΥΑΝ Εντάξει, όπως θες!...
ΜΑΡΘΑ Δε θα το κάνω όμως εις βάρος του μωρού, μη φανταστείς! Αν βρεθεί μόνο να το κρατήσει κανείς… Ας πούμε, η Άννα- Μαρία…
ΓΙΟΥΑΝ Να τη ρωτήσουμε!
ΜΑΡΘΑ Κι αυτό το μυθιστόρημα που γράφω λέω να το αφήσω για την ώρα.
ΓΙΟΥΑΝ Δεν σε καταλαβαίνω!
ΜΑΡΘΑ Έχω άλλα σχέδια στο μυαλό μου, γι’ αυτό!…
ΓΙΟΥΑΝ Ό,τι θέλεις!...
ΜΑΡΘΑ (Κοιτάζει το μωρό.) Τι ζωντανό που είναι!
ΓΙΟΥΑΝ Και κλαίει τόσο όμορφα!
ΜΑΡΘΑ Σχεδόν δεν το πίστευα, Γιόυαν!
ΓΙΟΥΑΝ Είναι αλλιώς όταν το βλέπεις μπροστά σου!
ΜΑΡΘΑ Κάνε μου μια χάρη, βγαλ’ το όμως μια φωτογραφία! Θέλω να τη βάλεις μαζί με του Κωνσταντίνου. Στις τελευταίες του!
ΓΙΟΥΑΝ (Την καθησυχάζει.) Δεν είναι για αυτήν την ώρα τέτοιες σκέψεις, αγάπη μου!
ΜΑΡΘΑ Όχι! Μη φανταστείς πως είμαι κουρασμένη! Είμαι περισσότερο ευτυχισμένη από ποτέ! Όμως, σε παρακαλώ, καν’ το, το `χω υποσχεθεί – Το άλμπουμ είναι στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης!
ΓΙΟΥΑΝ Εντάξει τότε!...
ΜΑΡΘΑ Θα είμαστε ευτυχισμένοι από `δω και πέρα, Γιούαν!
ΓΙΟΥΑΝ Φυσικά, αγάπη μου!
ΜΑΡΘΑ Αν και αυτό εξαρτάται από πολλά… – Όμως έτσι θα γίνει, το πιστεύω αυτό!... Λες μια μέρα το παιδί μας να γίνει ποδοσφαιριστής;
ΓΙΟΥΑΝ Μπορεί και ποιητής! (Παρατηρεί τον γιατρό.) Αγάπη μου, μην καθυστερείς – Θα έχουμε όλο το χρόνο να τα πούμε μετά με την ησυχία μας –
(Οι νοσοκόμοι την ανασηκώνουν με το νεύμα του γιατρού. Ο Γιούαν τους ακολουθεί ως την πόρτα με το παιδί. Το δίνει στην αδερφή του, αυτή βγαίνει με τους άλλους. Μπαίνει ξανά στο δωμάτιο ο μαυρομάλλης νοσοκόμος, γιατί ξέχασε μια τσάντα. Στον Γιούαν, στα ελληνικά:)
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ Ελάτε κι εσείς!
ΓΙΟΥΑΝ Έλληνας είσαι;
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ Έλληνας! – Το πρώτο σας;!
ΓΙΟΥΑΝ Δυστυχώς, όχι!... Χάσαμε ένα παιδί πριν πέντε χρόνια στην Ελλάδα! – Σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ Θα σας βασάνισε πολύ!... Το καινούριο παιδί όμως θα σας φέρει χαρά για να ξεχάσετε την παλιά σας πίκρα!
ΓΙΟΥΑΝ Είσαι πολύ ευγενικός!
ΝΟΣΟΚΟΜΟΣ Ας πηγαίνουμε τώρα, και θα γνωριστούμε στο δρόμο!
(Βγαίνουν από δεξιά. Πέφτει η αυλαία.)
ΤΕΛΟΣ