Προσφυγή κατά Μνημονίου από Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ΑΔΕΔΥ κ.α.
Με τη βεβαιότητα ότι η Δικαιοσύνη θα σταθεί στο ύψος της και θα αντισταθεί, όπως είπε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δ. Παξινός, σε πολιτικές πιέσεις που θα της ασκηθούν, κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας η πρώτη και βασική αίτηση ακύρωσης των αποφάσεων της κυβέρνησης για περικοπές μισθών και επιδομάτων σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους.
Γ. Κασιμάτης και Δ. Παξινός στην παρουσίαση της αίτησης ακύρωσης Με την αίτηση προσβάλλονται στην ουσία το ίδιο το Μνημόνιο που υπογράψαμε με την τρόικα και οι επαχθείς όροι που επιβλήθηκαν στο σύνολο του ελληνικού λαού. «Ακόμη και ο τελευταίος οφειλέτης έχει κάποια δικαιώματα. Η χώρα μας τα απεμπόλησε όλα. Εχει καταλυθεί κάθε έννοια του κράτους δικαίου. Αν όλοι γνώριζαν τι πραγματικά ισχύει, είμαι σίγουρος ότι δεν θα υπήρχε βουλευτής που θα ψήφιζε το κείμενο αυτό», τόνισε ο πρόεδρος του ΔΣΑ Δ. Παξινός.
«Θα φτάσουμε μέχρι το τέλος. Τώρα προέχει η ανατροπή των κυβερνητικών αποφάσεων. Ο λόγος ανήκει στη Δικαιοσύνη», τόνισε και ο γενικός γραμματέας της ΑΔΕΔΥ Ηλ. Ηλιόπουλος, που χαρακτήρισε ξεπερασμένη και χρεοκοπημένη την κυβερνητική πολιτική. Είπε ακόμη ότι ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ απέρριψε για δεύτερη φορά πρόταση των εκπροσώπων της τρόικας να συναντηθούν μαζί του με το σκεπτικό ότι δεν έχουν καμιά νομιμοποίηση.
Η 100 σελίδων αίτηση περιλαμβάνει όλα εκείνα τα νομικά επιχειρήματα που καθιστούν αντισυνταγματικές και παράνομες τις συμφωνίες τις οποίες υπέγραψε το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς καταλύουν όλο το οικοδόμημα του νομικού πολιτισμού στο οποίο αναφέρεται η Ε.Ε., υποστήριξε από την πλευρά του ο συνταγματολόγος Γ. Κασιμάτης, εκφράζοντας παράλληλα την απορία του για την ανάμιξη δικηγορικών γραφείων στη σύνταξη των συμβάσεων αυτών.
Ο κύριος λόγος που επικαλείται η αίτηση ακύρωσης (βασικός συντάκτης της οποίας ήταν η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ Μ. Τσίπρα) είναι η παραβίαση του δικαιώματος της «περιουσίας», το οποίο αναφέρεται τόσο στην αμοιβή όσο και στη σύνταξη. Γίνεται μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της νομολογίας που έχει επικρατήσει και στην Ελλάδα και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με αυτή, προστατεύονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες από διαιτητική ή δικαστική απόφαση είτε απλά γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον ώς την προσφυγή δίκαιο ότι αυτά μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά.
Στις απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονται και εκείνες του εργατικού δικαίου που στρέφονται κατά του κράτους, όπως απαιτήσεις από τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται σε εργαζομένους του δημόσιου τομέα και οι οποίες δεν μπορούν να μειωθούν παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, η συνδρομή της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων.
Στέρηση ιδιοκτησίας
Σύμφωνα με την ελληνική και ευρωπαϊκή νομολογία, η έννοια του δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί στέρηση ιδιοκτησίας δεν μπορεί να συνδέεται απλώς με το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, αλλά πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς και να στηρίζεται σε δημοσιονομικά στοιχεία που καθιστούν επιβεβλημένη τη συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, στο πλαίσιο πάντα της αρχής της αναλογικότητας.
Τονίζεται επίσης ότι οι μειώσεις αποδοχών και συντάξεων δεν έχουν κανένα στοιχείο παροδικότητας, ενώ πουθενά δεν αναφέρεται ότι έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Αντίθετα το ΣτΕ με τη 1975/1991 απόφασή του έχει δεχθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία της εθνικής οικονομίας δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την προστατευόμενη εκ του Συντάγματος ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όταν έχουν παροδικό χαρακτήρα, δηλαδή χρονικά ορισμένο.
Προσβάλλεται επίσης η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Σύμφωνα με την προσφυγή, οι περικοπές μισθών καταργούν ρυθμίσεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας και συμφωνιών που έχουν καταρτιστεί στο Δημόσιο. Ερχονται έτσι σε αντίθεση με το άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος, η οποία αναγνωρίζει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως κύριο ρυθμιστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων. Ολα αυτά συμβαίνουν όταν με τη νέα Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύεται πανευρωπαϊκά η συλλογική δράση στα εργασιακά.
Αλλος λόγος ακύρωσης των συμφωνιών είναι η πλημμελής διαδικασία επικύρωσης του νόμου 3845/2010, ο οποίος, αν και αποτελεί διεθνή συνθήκη, δεν ψηφίστηκε από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών, όπως επιβάλλει το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος.
Υπό την κρίση του ΣτΕ τίθεται και η μη νόμιμη εκχώρηση αρμοδιοτήτων στον υπουργό Οικονομικών κατά παράβαση του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος.
Επιδόματα
Με την αίτηση ακύρωσης προσβάλλονται δύο αποφάσεις του υφυπουργού Οικονομικών Φ. Σαχινίδη, που έχουν τη μορφή εγκυκλίου αλλά παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα (αφού επιβάλλουν τις περικοπές) και η κοινή υπουργική απόφαση των υφυπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία κόπηκαν επιδόματα αδείας και τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων, κατ' εφαρμογήν του Μνημονίου. Προσβάλλονται ακόμη και δεκάδες βεβαιώσεις αποδοχών και φύλλα μισθοδοσίας, όπου καταγράφονται οι συγκεκριμένες περικοπές.
Την αίτηση ακύρωσης συνυπογράφουν ο ΔΣΑ, η ΑΔΕΔΥ, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων, η ΕΣΗΕΑ, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ), η Ομοσπονδία Εργατικών Στελεχών Ελλάδος, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Λιβαδειάς, ο Σύνδεσμος Αποφοίτων Αξιωματικών Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (1978), η Λέσχη Αεροπορίας Στρατού, ο Ενιαίος Φορέας Διδασκόντων Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης και 22 ακόμη πολίτες, δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, δημοσιογράφοι κ.λπ.
Του Χρήστου Ζέρβα (Ελευθεροτυπία 2/8/2010)