X
(Ποιητικό μυθιστόρημα- 1996)
Η επώδυνη πορεία ενός ανθρώπου προς την αυτογνωσία. Ο Ηράκλειτος ειρωνευόταν όσους ήταν παιδιά γονέων… Τρομάζει όταν κάποιος τυχαίνει να γεννά τη μάνα του, τον πατέρα του. Μπορεί ο άνθρωπος να ελευθερωθεί απ’ τους ανθρώπινους νόμους ή είναι παντοτινός δέσμιος της Ανάγκης;...
………………………..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.
Πέρασε ο ξάδελφός του και τον πήρε. Ο κόσµος είναι ο ξάδελφος και το γλυκό πρόσωπο του. Στο λαιµό φορούσε ένα δερµάτινο κορδόνι στο λαιµό. Είχε βρει δύο λευκές φτερούγες και τις έραψε πάνω στη φανέλα του. Ξεκίνησε και το παιδί τον ακολούθησε από κοντά. Έφτασαν σε µια εκκλησία. Γύρω-γύρω που είχε έναν αυλόγυρο. Παγιδευµένα έντοµα προκαλούσαν έναν σφυριχτό βόµβο. Στη µια πλευρά του κήπου πρόσεξαν µια νεογιλή Πέτρα που έβγαινε από το έδαφος . Εκεί σταµάτησαν να καθίσουνε. Ο ξάδελφος είναι µεγαλύτερος έβγαλε ένα τσακµάκι και άναψε τσιγάρο. Τράβηξε τον καπνό χωρίς να µιλάει. Το πρόσωπο του απλώθηκε αργά.
Σπάνια χρησιµοποιούσε τις λέξεις. Αποστρεφόταν αυτού του είδους την πολυτέλεια και µιλούσε µε απλά µέσα. Η γλώσσα του ήταν κοντή πιο στρογγυλή µε πολύ µικρές κινήσεις. Δεν µπορεί να πει ''λύπη'' περιφραστικά αλλά σαν να λυπάται. Όταν διαισθανόταν την απόλυτη ανάγκη µιας λέξης τότε άρπαζε αυτήν την λέξη µοναχά την κρατούσε ψηλά πάνω απ' το κεφάλι του σαν αίγλη και καµιά. Δεν χρησιµοποιούσε άλλη γιατί οι λέξεις είναι καθαρές ουσίες βράχου. Ο ξάδελφος που είναι σαν µια δεύτερη πέτρα ερηµίας.
Ο Χ ήταν το αντίθετο και σκόρπιζε τις κινήσεις του δεξιά- αριστερά. Καθόταν κάπως αφύσικα από ένα ισχυρό αίσθηµα επισηµότητας. Γιατί ετοιµαζόταν να µιλήσει και καταλάβαινε πως χρωστούσε την µεγαλύτερη τιµή. Πως χωρίς τους ανθρώπους ούτε ένας λόγος µας δεν θα υπήρχε. Οι σκέψεις του που δεν τελείωναν ποτέ και ένιωθε δυστυχισµένος. Tο πρόσωπό του σαν αφιερωμένο και µε µια τελευταία φωνή είπε το µέρος αυτό µοιάζει µε αγιασµένο. Τα έντοµα απότοµα σταµάτησαν το πέταγµα τους. Ακούστηκε το µαρσάρισµα µιας µηχανής αυτοκινήτου που µεγαλώνει και ξαφνικά πέρασε µε ιλιγγιώδη ταχύτητα πολύ κοντά τους σήκωσε ένα µαύρο σύννεφο σκόνης και εξαφανίστηκε ξαφνικά όπως είχε εµφανιστεί. Άκουσε τους επιβάτες που ξεκαρδίζονταν χωρίς να µπορούν να βαστάξουν για κάποιον άλλο λόγο. Τότε κατάλαβε και για µια στιγµή έλαµψε η σκέψη πως ο ξάδερφος του γεννούσε τα λόγια που µόλις είχε πει. Ένιωσε την ντροπή και πόσο εύκολα είχε παρασυρθεί από το όµορφο πρόσωπο του εξάδελφου. Σίγουρα θα είχε καταλάβει τι έτρεχε αφού αυτός τον ανάγκαζε. Τον κοιτάζει εξεταστικά σκέφτεται πως δεν µπορεί παρά να ξέρει. Άσκοπο να τον παρακαλάω αφού για τίποτα δεν πρέπει να παρακαλάς. Αλλά τον βασάνιζε περισσότερο η υποψία πως τώρα ο ξάδελφος θα είχε αµετάκλητα αποξενωθεί από το πρόβληµα του. Οι λιγόλογοι άνθρωποι δε µπορούν να ασχοληθούν για πολύ µε τα προβλήµατα των άλλων και γρήγορα αδιαφορούν. Προσπάθησε να τον πλησιάσει αλλά ο ξάδελφος κινήθηκε πρώτος σαν να είχε βαρεθεί αυτή την άψυχη αλληλεγγύη ανάµεσα τους. Μπορεί να µε περιφρονεί σκέφτηκε ο Χ. Που προσπαθεί να πάρει πίσω τον τελευταίο λόγο του αλλά ο ξάδελφος δεν είχε όρεξη και µε µια κίνηση απαρέσκειας. Σηκώθηκε να φύγει από αυτό το µέρος. Ο Χ παραπάτησε φωναχτά. Αρπάχτηκε όπως µπορούσε από τα χορτάρια κι από χαµηλά τον είδε πριν χαθεί. Τίποτα δεν µπορούσε να κάνει για να τον εµποδίσει.
Μόλις αποµακρύνθηκε αναρριχήθηκε αγκοµαχώντας απ' τα χορτάρια και με κόπο έφτασε στην επιφάνεια του χώματος. Είχε κουραστει το προσωπό του με μια σύσπαση που τον παραμόρφωνε.
……………………………………………
……………………………….
……………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9.
Κάλεσε τον πατέρα κι αυτός ήρθε και στάθηκε µπροστά στα πόδια του. Τόσα χρόνια τον απόφευγε γιατί τον είχε συνδέσει µε κάτι που απειλούσε την όµορφη µονοτονία της ζωής του. Είχε αναστατωθεί µε το παράλογο ατύχηµα του και που ο άνθρωπος αυτός κάτι ζητούσε. Κακότροπος από ένα πάθηµα που τον είχε ταλανίσει . Πιο πολύ τον τρόµαζε το αυθόρµητο έλεος που γεννιόταν µέσα του γι' αυτόν. Χωρίς να αξίζει . Ο πατέρας που καθόλου δεν έλειψε από κοντά του όλα αυτά τα χρόνια Με µια αίσθηση µαταιότητας και τίποτα δεν θα άλλαζε. Τα πιο σπουδαία αισθήµατα είναι για πάντα. Αυτή τη φορά όµως του φάνηκε πως ήταν πιο σιχαμερός από ποτέ.
Του λεει θα πάµε σε µια επίσηµη δεξίωση θα παρευρίσκονται πολλοί. Σπουδαίοι προσκεκλημένοι ήρθαν όλοι από µακριά. Για να µ' αγγίξουν όπως ονειρεύονται καιρό οργάνωσαν αυτή τη µικρή τελετή. Γιατί εγώ εµφανίζοµαι στον κόσµο µ' αυτόν τον προσχεδιασµένο τρόπο. Να 'σαι διακριτικός γιατί κάποτε είναι τροµερά ευερέθιστοι από µια κούραση που έχουν. Ο πατέρας ορκίστηκε γιατί ποθούσε λαχταρισµένα να δει την ένδοξη ζωή του γιου του. Ξεκίνησαν µαζί ο Χ προπορευόταν όπως έτρεχε συνέχεια µπροστά από την άκρη των ανθρώπων. Βιαζόταν αλλά γύριζε και τον κοίταζε µ' ένα µίσος σαν να τον παρακαλούσε. Σ' ένα κατάφωτο κτίριο τους δέχτηκαν µε τιµές. Πέρασαν σε µια τεράστια σάλα µε βαριά δρύινα έπιπλα. Τους τοίχους στόλιζαν πίνακες Ιταλών ζωγράφων. Ψιθύρισε στον πατέρα να περιµένει για λίγο πρέπει να χαιρετήσει τους καλεσµένους και πάλι θα τον φωνάξει. Ο πατέρας υποτάχθηκε για να τον καλοπιάσει. Είχε τα χέρια του βαθιά στις τσέπες και ζάρωσε βιαστικά σε μια γωνιά. Να μη διακόψει την φοβερή ζωή του Χ που έσφυζε παντού. Σε λίγο όµως τον έπιασε µια δυνατή περιέργεια µικρού παιδιού να εξερευνήσει τον χώρο και παράτησε την θέση που καθόταν. Πλησίασε δειλά κάποιους καλεσµένους. Τους µίλησε αλλά αυτοί αδιαφόρησαν για την εµφάνιση του εντελώς. Χωρίς να ενοχληθεί βάλθηκε να τους διηγείται ορισµένα τυχαία περιστατικά. Για να δείξει πόσο σηµαντικός ήταν αυτός για τον Χ. Έδινε στα λόγια του ξεχωριστό νόηµα και µειδιούσε πονηρά. Με µια πλαστή οικειότητα αλλά εξέταζε εντατικά τις προθέσεις τους. Οι καλεσµένοι σαν να ήξεραν ήδη δεν έδειχναν να ξαφνιάζονται ούτε στιγµή. Χρησιµοποιούσαν µια δική τους προσωπική γλώσσα για να προφυλαχθούν ή είχαν σκοπό να ταπεινώσουν τον πατέρα. Καθόλου δεν έστεργαν για ό,τι είχε πει. Αυτός δεν καταλάβαινε τι µπορεί να σήµαιναν όλα αυτά ξαφνικά καταλήφθηκε από την σκέψη πως είναι κάτι δολερό και ένιωσε στην πιο δεινή θέση. Διπλώθηκε η σκέψη του και εναγώνια κυµατίζει σαν σκισµένο πανί. Τους κοιτάζει παρακλητικά να του φανερώσουν αν κάτι ξέρουν. Αν κάτι ξέρουν να του πουν. Αυτοί όµως τον ξέχασαν τελείως και συζητάνε κάτι σοβαρό µε το ύφος των ανθρώπων που περιγράφουν απίστευτες εµπειρίες της ζωής τους σαν να µην τους αφορούν. Κάτι διφορούµενο πως ο άνθρωπος που θα σκοτώσει τον εαυτό του έχει σκοτώσει όλους τους άλλους προηγουµένως.
Ο Χ τόση ώρα παρακολουθούσε ολόκληρη τη σκηνή χωρίς να συγκινείται. Ένιωθε πως για πρώτη φορά ήξερε τον πατέρα. Έτρεξε γρήγορα κοντά του και τον κράτησε στοργικά. Για µια στιγµή σαν να απευθυνόταν στους πρoσκεκληµένoυς.Ο πατέρας ήταν ολότελα τροµοκρατηµένος και είδε κι αυτή την κίνηση µε καχυποψία. Κατάλαβε το λάθος του να τον παρακούσει κι ο Χ που τον κοίταζε επίµονα χωρίς να λέει τίποτα. Ο πατέρας µε απόγνωση να διαβάσει το πρόσωπο του που δεν φανέρωνε καµιά έκφραση. Από το δέρµα του πατέρα στάλαζε µια κιτρίνη αρρώστια. Τα µάτια του γίνονται µικροί κόµποι παχιές σταγόνες ιδρώτα ξέβγαιναν από το µέτωπο του και ο λαιµός του έσπασε σαν ποτήρι. Δεν καµωνόταν υπέφερε πραγµατικά. Ο Χ παρατηρούσε αυτά τα συµπτώµατα και σκέφτηκε πως η κακία είναι απολαυστική σαν τσιγάρο. Τον αφήνει αβοήθητο να βασανίζεται . Βδελυσσόταν τη συµπεριφορά του πατέρα και τώρα ξεκαθάρισε πόσο ταπεινωτικό είναι να παρακαλάς. Συλλογίστηκέ πως θα του έκανε την µεγαλύτερη χάρη. Που είχε σωριαστεί διπλωµένος από τους πόνους µπροστά του. Φανατίστηκε τον πιάνει µ' ένα σχοινί τον τραβά τον σέρνει έξω απ' το κτίριο στους σκονισµένους δρόµους . Κάποιοι τον ακολούθησαν. Ο πατέρας αρπάχτηκε µε τα ακρωτηριασµένα χέρια του µ` όλη τη δύναµη της σχέσης τους. Η οµοιότητα τους ήταν ένα γυαλιστερό πλοκάµι όταν ο πατέρας του φώναξε: εσύ µόνο εσύ θα µε σώσεις. Ο Χ ένιωσε πάλι αυτή την γελοία πρόκληση. Εξαγριώθηκε µε την αδόκητη έκκλησή του. Η µοίρα του πατέρα που αποφασιστικά εξαρτιόταν απ' αυτόν. Τον συνεπήρε ένας πρωτόγονος οίστρος. Τον τραντάζει µε τα πιο παθιασµένα βασανιστήρια που τα δεχόταν αυτός σαν ευλογία. Όπως η ξερή γη τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Ο Χ κραύγαζε ολοένα την ανέκκλητη καταδίκη του. Σφύριζαν οι λέξεις του σαν φαρµακερές οχιές. Με έντεχνες προστυχιές τον στόλιζε και είχε χάσει τον προηγούµενο αυτοέλεγχο του. Θα εγκαθιδρύσω την βασιλεία των λέξεων φώναξε τρέµοντας. Είναι η µεγαλύτερη µορφή εξουσίας πάνω στους φτωχούς των λέξεων. Μια λέξη που είναι από µόνη της ένας φόνος λαµπρός. Ποτέ δε θα νιώσεις το στερνό τους λυγµό αν δεν τις αιματοκυλήσεις. Οι µορφωµένοι άνθρωποι που είναι οι πιο τυραvνικoί. Οι καλεσµένοι είχαν έρθει κοντά προσπαθούσαν να φαίνονται ουδέτεροι αλλά ήταν ευδιάθετοι. Τον Χ που τον είχε καταλάβει µια µεγάλη υπερένταση. …………………………………….